Ιστορία της αρχαιολογίας

Από archaeology
Πήδηση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση

Η ιστορία της αρχαιολογίας είναι η μελέτη των παραμέτρων (προσωπικότητες, ιδεολογικές αρχές, γεγονότα) που διαμόρφωσαν την πορεία της αρχαιολογικής επιστήμης από την πρώτη συστηματική ενασχόληση με τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος έως τον 20ο αιώνα. Η αρχαιολογία, ως επιστήμη που μελετά το ανθρώπινο παρελθόν μέσα από τα υλικά του κατάλοιπα, είναι σημαντικός κλάδος των ανθρωπιστικών επιστημών. Αν και η ανθρώπινη περιέργεια για το παρελθόν υπήρξε διαχρονική, η συστηματική μελέτη των αρχαιοτήτων και η θεμελίωση της αρχαιολογίας ως επιστημονικού πεδίου είναι σχετικά πρόσφατη. Από τον 18ο αιώνα και εξής, οι ανακαλύψεις, οι θεωρητικές εξελίξεις και οι τεχνολογικές καινοτομίες διαμόρφωσαν ριζικά τον χαρακτήρα και τους στόχους της αρχαιολογικής έρευνας.

Η αρχαιολογία στον 18ο και 19ο αιώνα

Πομπηία και Βεζούβιος το 1900 Η αρχαιολογία του 18ου αιώνα γεννήθηκε μέσα στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, όταν άρχισαν να κυριαρχεί η έννοια της επιστημονικής μεθόδου και η πίστη στη λογική[1]. Οι πρώτοι «αρχαιοδίφες» δεν ήταν επαγγελματίες επιστήμονες, αλλά λόγιοι, περιηγητές και συλλέκτες που επιδίωκαν την ανακάλυψη και τη συλλογή αρχαιοτήτων, κυρίως για αισθητικούς και εθνικούς λόγους[2].

Η ανακάλυψη της Πομπηίας και του Ερκολάνου (1748) υπήρξε ορόσημο. Οι ανασκαφές αυτές ανέδειξαν τη δυνατότητα της συστηματικής αποκάλυψης του παρελθόντος μέσα από τη γη[3]. Η κλασική αρχαιότητα, ιδιαίτερα η ελληνική και η ρωμαϊκή, κυριάρχησε στο ενδιαφέρον των λογίων και των ευρωπαϊκών ελίτ. Ταυτόχρονα, η αποικιοκρατική επέκταση της Ευρώπης διευκόλυνε τη συλλογή αρχαιοτήτων από την Ανατολή και την Αίγυπτο, γεγονός που συνδέεται με την εμφάνιση των πρώτων μεγάλων μουσείων, όπως το Βρετανικό Μουσείο (1753).

Κατά τον 19ο αιώνα, η αρχαιολογία άρχισε να αποκτά περισσότερο επιστημονικό χαρακτήρα. Ο Δανός Κρίστιαν Γιούγκερσεν Τόμσεν (Christian J. Thomsen) εισήγαγε το σύστημα των τριών εποχών (Λίθου, Χαλκού και Σιδήρου), το οποίο θεμελίωσε την αρχαιολογική χρονολόγηση[4]. Παράλληλα, η εξέλιξη της γεωλογίας και της παλαιοντολογίας επέτρεψε την κατανόηση της αρχαιότητας του ανθρώπου, ενισχύοντας την άποψη ότι η ιστορία του είναι πολύ παλαιότερη από ό,τι προέβλεπε η Βίβλος[5].

Σημαντική ήταν και η συμβολή των μεγάλων ανασκαφών, όπως του Σλήμαν στην Τροία και στις Μυκήνες και του Άρθουρ Έβανς στην Κνωσό, που συνέβαλαν στην εδραίωση της προϊστορικής αρχαιολογίας[6]. Παρά τις αδυναμίες των πρώτων μεθόδων, η περίοδος αυτή έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης αρχαιολογίας.

  1. Dyson 2006, 15.
  2. Dyson 2006, p. 65.
  3. Dyson 2006, 45.
  4. Gamble 2001, 25.
  5. Gamble 2001, 70.
  6. Fagan and Durrani 2014, 47.