Εργαλεία Χρήστη

Εργαλεία ιστότοπου


μεταανασκαφική_ανάλυση

Μεταανασκαφική ανάλυση

Η μεταανασκαφική ανάλυση αφορά σε διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη αρχαιολογικού υλικού μετά την ολοκλήρωση μιας ανασκαφής. Από την εμφάνιση της «Νέας Αρχαιολογίας» στη δεκαετία του 1960, η χρήση επιστημονικών τεχνικών στην αρχαιολογία απέκτησε ιδιαίτερη σημασία. Αυτή η τάση αντανακλάται άμεσα στην αυξανόμενη εφαρμογή της επιστημονικής μεθόδου στη μεταανασκαφική ανάλυση[1]. Το πρώτο βήμα στην ανάλυση μετά την ανασκαφή θα πρέπει να είναι ο προσδιορισμός του τι προσπαθεί να ανακαλύψει κανείς και ποιές τεχνικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πρόσκτηση απαντήσεων[2]. Οι τεχνικές που επιλέγονται εξαρτώνται από το είδος του αντικειμένου(ων) που επιθυμεί κανείς να μελετήσει. Εδώ περιγράφονται διαδικασίες για την ανάλυση διαφορετικών κατηγοριών τεχνέργων και τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την ανάλυσή τους. Οι τεχνικές συχνά αλλάζουν ή προστίθενται νέες στη διαδικασία της ανάλυσης, καθώς οι παρατηρήσεις μπορούν να αλλάξουν τα αρχικά ερωτήματα της έρευνας[3].

Διάγραμμα που περιγράφει σημαντικά βήματα στην ανάλυση μετά την ανασκαφή[4].

Στις περισσότερες περιπτώσεις, βασικά βήματα που είναι κρίσιμα για την ανάλυση (όπως ο καθαρισμός και η καταγραφή των τεχνέργων) εκτελούνται σε ένα γενικό εργαστηριακό περιβάλλον, ενώ οι εξειδικευμένες τεχνικές εκτελούνται από ειδικούς σε ειδικά εργαστήρια[5].

Ανόργανα υπολείμματα

Μελέτες κεραμεικής

Η κεραμεική επιβιώνει σε όλα σχεδόν τα περιβάλλοντα. Παρέχει στοιχεία χρονολόγησης και χρησιμοποιείται επίσης για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την ανταλλαγή, την οικονομία και την κοινωνική δυναμική. Το χρωματικό σύστημα Μάνσελ χρησιμοποιείται για την κατηγοριοποίηση των χρωμάτων των οστράκων, ενώ εξετάζονται άλλες πτυχές όπως το μέγεθος των κόκκων και η σκληρότητα, με τη χρήση διαγραμμάτων. Από την κεραμεική αντλούνται τόσο πληροφορίες για τη διαδικασία κατασκευής διαφορετικών εργαστηρίων, όσο και χωρικές πληροφορίες για την ευρύτερη γεωγραφική κατανομή εργαστηρίων. Λιθολογικές μελέτες των χαρακτηριστικών των πετρωμάτων, που χρησιμοποιούνται συχνά για την υάλωση, αποδίδουν πληροφορίες για ιδιαίτερους κατακευαστές ή γεωγραφικές περιοχές, όπως επίσης και ποσοτικές πληροφορίες για τον αριθμό ή το βάρος των οστράκων, ανάλογα με τη μέθοδο ποσοτικής ανάλυσης της κεραμεικής που ακολουθείται για μια ιδιαίτερη αρχαιολογική θέση[6]. Ωστόσο, το «αποτύπωμα» των πηγών του πηλού είναι πολύ πιο δύσκολο να ανιχνευθεί σε ορισμένους τύπους τεχνέργων. Η πειραματική αναπυροδότηση και η εθνολογία μπορούν επίσης να δώσουν ενδείξεις για το χρώμα και τη σκληρότητα υφασμάτων, τα οποία συνεισφέρουν στην κατανόηση τεχνικών κατασκευής.

Υπάρχει συζήτηση σχετικά με το εάν ο αριθμός ή το βάρος των αντικειμένων είναι πιο χρήσιμο κατά την ποσοτικοποίηση της χρήσης αγγείων σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία[7]. Σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται χρήση ποσοτικών μεθόδων, που χρησιμοποιούνται στην παλυνολογική ανάλυση. Αντί για μετρήσεις του ελάχιστου αριθμού ατόμων, στην κεραμεική ανάλυση (συμπερίληψη οστράκων και ακέραιων αγγείων) γίνονται μετρήσεις του ελάχιστου αριθμού αγγείων (ακέραια αγγεία και αντιπροσωπευτικά τμήματα κεραμεικής που δείχνουν προς την κατεύθυνση συγκεκριμένου αγγείου). Ο συγκεκριμένος τύπος ανάλυσης χρησιμοποιεί τον αριθμό των αντιπροσωπευτικών τμημάτων κεραμεικής ως υποκατάστατο του αριθμού ακέραιων αγγείων σε μια ομάδα. Αν και η συγκεκριμένη μέθοδος είναι ενίοτε προβληματική, παρέχει καλό μέτρο αναλογίας και κατανομής τεχνέργων σε μια δεδομένη αρχαιολογική θέση[8].

Ανάλυση λίθινων εργαλείων

Τα λιθινα εργαλεία αποτελούν συχνά αντικείμενο αρχαιολογικής ανάλυσης, καθώς παρουσιάζουν εξαιρετικές δυνατότητες διατήρησης και είναι συχνά τα πλέον πολυάριθμα τέχνεργα σε πρώιμες προϊστορικές θέσεις[9]. Σε ορισμένες αρχαιολογικές θέσεις, μάλιστα, τα λίθινα εργαλεία είναι η μοναδική μαρτυρία ανθρώπινης δραστηριότητας[10]. Η κατηγορία των λίθινων εργαλείων δεν περιλαμβάνει μόνον τελικά εργαλεία, αλλά και πυρήνες και αποκρούσματα. Η τεχνική που χρησιμοποιείται για την ανάλυση λίθινων εργαλείων είναι η κατηγοριοποίηση. Η κατηγοριοποίηση οργανώνει τις παρατηρήσεις σε «ένα περιορισμένο σύνολο ομάδων που είναι όμοιες με έναν καθορισμένο τρόπο»[11]. Η κατηγοριοποίηση μπορεί να επιτευχθεί είτε με:

  • τη χρήση ενός συνόλου μεταβλητών για την κατανομή τεχνέργων σε κατηγορίες ή
  • τη χρήση στατιστικών στοιχείων και δεδομένων των τεχνέργων για την εύρεση φυσικών ομάδων στο σύνολο των τεχνέργων[12].

Οι παράγοντες που μετρούνται περιλαμβάνουν το μέγεθος, το σχήμα, το χρώμα, την πρώτη ύλη και την τεχνολογική ή τυπολογική κατηγορία. Κατά την ανάλυση οι αρχαιολόγοι χρειάζεται συχνά να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τον τρόπο μέτρησης αυτών των παραγόντων, προκειμένου να επιτευχθεί το υψηλότερο δυνατό επίπεδο αντικειμενικότητας

Οι επιφάνειες των λίθινων εργαλείων γίνονται συχνά αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής. Η εξέταση των επιφανειών παρέχει ενδείξεις για το πώς κατασκευάστηκαν τα εργαλεία. Οι τυπικές τεχνικές σχεδιασμού περιλαμβάνουν θραύση, άμεση ανελαστική κρούση[13] έμμεση κρούση ή λείανση. Ενίοτε, τα λίθινα εργαλεία έχουν υποστεί διαδοχικές τροποιήσεις και η προσοχή στις επιφάνειες είναι απαραίτητη για την αναγνώριση κάθε σταδίου της διαδικασίας κατασκευής.

Μεταλλουργική ανάλυση

Πριν αρχίσει η ανάλυση, τα μεταλλικά τέχνεργα απαιτούν εντατικό καθαρισμό με εξειδικευμένες μεθόδους καθαρισμού. Για τον καθαρισμό χρησιμοποιείται η ηλεκτρόλυση για την αποφυγή φθοράς. Για παράδειγμα, τα μέταλλα από ναυάγια εγκλωβίζουν συμπήγματα κάτω από επιστρώσεις. Τα ορυκτά του θαλάσσιου ύδατος αντιδρούν με τα μέταλλα και τα περιβάλλοντα ιζήματα για να σχηματίσουν μια πυκνή κρούστα γύρω από το μέταλλο. Τα ορυκτά, τα αντικείμενα που περιβάλλουν και οι τεχνικές συντήρησης καταγράφονται με φωτογραφίες και ακτίνες X.

Μόλις καθαριστούν τα μέταλλα, οι ειδικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν μικροσκόπια για να εξετάσουν λεπτομέρειες που αποκαλύπτουν πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση και τις τεχνικές κατασκευής. Για παράδειγμα, είναι δυνατόν να αναγνωριστεί το σχήμα του τεχνέργου, υφιστάμενες ρωγμές και τα σημεία συναρμολόγησης. Οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τη διάβρωση μετάλλων στα ναυάγια είναι η σύνθεση των μετάλλων, η σύνθεση του νερού, η θερμοκρασία, η θαλάσσια ζωή, η σύνθεση του πυθμένα, η θέση των αντικειμένων σε σχέση με άλλα αντικείμενα ή υλικά του ναυαγίου, το βάθος ταφής κάτω από τον πυθμένα και η έκταση της κίνησης του νερού Η μεταλλογραφία εξετάζει το μέγεθος και το σχήμα των κόκκων ορυκτών στα υλικά για ίχνη θέρμανσης, επεξεργασίας και κράματος. Εδώ χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικά μικροσκόπια σάρωσης για τη διερεύνηση των τεχνικών κατασκευής κοσμημάτων και όπλων, καθώς επιτρέπουν την ταυτοποίηση λεπτομερειών, όπως η σφυρηλάτηση αναδιπλούμενων στρώσεων μετάλλου για τη δημιουργία ενός σπαθιού. Επιπλέον, η αναγνώριση αποτυπωμάτων των εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν για να δημιουργηθεί το τέχνεργο, εμπλουτίζει τις μελέτες για τις τεχνικές κατασκευής. Άλλη τεχνική που χρησιμοποιείται για την αναγνώριση κραμάτων χρυσού, χαλκού και χαλκού είναι η φασματοσκοπία ατομικής απορρόφησης. Η συγκεκριμένη τεχνική δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, αν το τέχνεργο περιέχει πολλούς τύπους μετάλλων[14].

Οργανικά κατάλοιπα

Σκελετικά κατάλοιπα

Καθαρισμένα σκελετικά υπολείμματα της Lucy, (Australopithecus afarensis) που βρέθηκαν στην Αιθιοπία. Τα σκελετικά κατάλοιπα αποδίδουν πληροφορίες για το φύλο, την ηλικία του υποκειμένου κατά τον θάνατό του και το ανάστημά του. Ωστόσο, υπάρχουν διαφορετικές διαδικασίες για την ανάλυση αυτών των παραγόντων, όταν ασχολούμαστε με ενήλικα και ανήλικα υποκείμενα[15].

Όσον αφορά στον προσδιορισμό του φύλου, το φύλο των υποενηλίκων, μπορεί να μετρηθεί συγκρίνοντας το στάδιο της ασβεστοποίησης στα δόντια με την ωρίμανση του μετακρανιακού σκελετού. Οι μετακράνιοι σκελετοί ωριμάζουν πιο αργά στα αγόρια από ό,τι στα κορίτσια, ενώ ο ρυθμός ασβεστοποίησης στα δόντια είναι περίπου ο ίδιος και για τα δύο φύλα. Εάν η οδοντική και μετακρανιακή ανάπτυξη είναι παρόμοια, ο σκελετός είναι πιθανότατα αρσενικό. Εάν δεν είναι, το άτομο είναι πιθανόν θηλυκό[16]. Στους ενήλικες, το φύλο καθορίζεται από την εξέταση της λεκάνης, της ισχιακής εγκοπής, της ωοθυλακικής περιοχής, της κοτύλης, των οστών, των μακρών οστών και του κρανίου[17].

Η εκτίμηση της ηλικίας θανάτου των ενηλίκων συνεπάγεται την παρατήρηση των μορφολογικών χαρακτηριστικών των σκελετικών καταλοίπων και τη σύγκριση των πληροφοριών με καταγραμμένες αλλαγές για πρόσφατους πληθυσμούς γνωστής ηλικίας[18]. Για τους ανηλίκους καταγράφεται η οδοντική ανάπτυξη, το μήκος των μακρών οστών και η σύγκλιση των επιφύσεων για την εκτίμηση της ηλικίας. Όσον αφορά στους ενήλικες, η ηλικία μετράται με μακροσκοπικές και μικροσκοπικές μεθόδους. Οι μακροσκοπικές μέθοδοι δεν περιλαμβάνουν καταστροφή του δείγματος, ενώ οι μικροσκοπικές μέθοδοι, απαιτούν περισσότερο χρόνο και απαιτούν εξοπλισμό, σχετική καταστροφή του σκελετικού υλικού και εξειδικευμένες γνώσεις. Παρά τα μειονεκτήματα, οι μικροσκοπικές μέθοδοι δίνουν ακριβέστερα αποτελέσματα[19].

Η μέτρηση του μήκους σχετικών οστών και η σύγκρισή τους με αριθμούς, που προκύπτουν από ιστορικές μελέτες, μπορεί οδηγήσει στην εκτίμηση του ύψους του σκελετού[20].

Οι μελέτες πανίδας προσφέρουν πληροφορίες για τους ζωικούς οργανισμούς που αποτελούν μέρος του οικοσυστήματος μιας περιοχής αλλά και έμμεσες ενδείξεις για τη βλάστηση και το κλίμα. Η ανάλυση βασίζεται κυρίως στη μελέτη ασπόνδυλων οργανισμών[21]. Τα σπονδυλωτά παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στην παλαιοοικονομική έρευνα κυρίως λόγω της σημασίας των εξημερωμένων ζώων για τον άνθρωπο. Ωστόσο, κατάλοιπα ψαριών, πτηνών και μικρών ή μεγάλων άγριων θηλαστικών συνιστούν στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος και επίσης αποτελούν αντικείμενα της περιβαλλοντικής έρευνας[22]. Στα πανιδικά κατάλοιπα συγκαταλέγονται τόσο ψάρια, πουλιά όσο και θηλαστικά. Τα κατάλοιπα της πανίδας χρησιμοποιούνται για την ανασυγκρότηση παρελθόντων περιβαλλόντων και για τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο επηρέασαν τα ζώα τις ανθρώπινες οικονομίες. Η μελέτη των αρχαίων ζωικών υπολειμμάτων αναφέρεται ως ζωοαρχαιολογία[23]. Μόλις συλλεχθούν τα οστά, καθαριστούν και επισημανθούν, οι ειδικοί αρχίζουν να προσδιορίζουν τον τύπο του οστού και από ποια είδη προήλθε. Υπολογίζεται ο αριθμός των αναγνωρισμένων οστών, καθώς και το βάρος κάθε δείγματος και ο ελάχιστος αριθμός ατόμων. Η ηλικία και το φύλο ενός ζώου μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό δεδομένων σχετικά με το κυνήγι και τη γεωργία. Για απολιθωμένα δείγματα χρησιμοποιείται η βιοστρωματογραφία για τη χρονολόγηση των στρωμάτων και κατ’ επέκταση των αρχαιολογικών θέσεων. Τα πανιδικά κατάλοιπα παρέχουν επίσης πληροφορίες για την ανθρώπινη συμπεριφορά, το εμπόριο και την ανθρώπινη μετανάστευση[24].

Αναλύσεις μαλακίων και ασπονδύλων

Τα ασπόνδυλα μπορούν να προσφέρουν ενδείξεις για το τοπικό περιβάλλον και την ανθρώπινη δραστηριότητα. Βρίσκονται στα περισσότερα περιβάλλοντα και συχνά ομαδοποιούνται βάσει ενδιαιτήματος ή τροφής. Μέσω της χρήσης τους αντλούνται πληροφορίες για τις συνθήκες επιφάνειας του εδάφους, τη βλάστηση και το κλίμα, καθώς και για τα πιθανά αποθηκευμένα προϊόντα και τη χρήση των φυτών. Χερσαία όστρεα, όστρεα του γλυκού νερού, τα θαλάσσια όστρεα και τα θαλάσσια μαλάκια μπορούν, επίσης, να χρησιμεύσουν ως δείκτες για την κατανάλωση τροφίμων, την κατασκευή και την παραγωγή ασβέστου και βαφής[25].

Τα κελύφη των σαλιγκαριών της ξηράς κυμαίνονται από μικροσκοπικά έως μεγάλα. Συνήθως ταξινομούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες μεγέθους[26]. Η παρουσία χερσαίων σαλιγκαριών σε μια τοποθεσία μπορεί να υποδηλώνει ανθρώπινη κατανάλωση, δραστηριότητα τρωκτικών, περιβαλλοντικές συνθήκες ή ανθρώπινη συλλογή λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους[27].

Το μέγεθός τους ποικίλει και ομαδοποιούνται σε τρεις ευρείες κατηγορίες[28]. Ανεξάρτητα από τον τύπο τους, όλα τα όστρεα μαλακίων συλλέγονται με τυποποιημένη στρωματογραφική στρατηγική δειγματοληψίας. Χρησιμοποιώντας αυτόν τον τύπο στρατηγικής αποφεύγονται τα προβλήματα που δημιουργούνται όταν αγνοούνται μικρότερα όστρεα, ζήτημα που μπορεί να προκύψει από τη χειροκίνητη περισυλλογή. Μόλις συλλεχθούν τα δείγματα, αποστέλλονται σε εργαστήριο για να στεγνώσουν. Στη συνέχεια συλλέγεται τυπικό βάρος για κάθε δείγμα. Κάθε τυποποιημένο δείγμα τοποθετείται κατόπιν σε μικρή λεκάνη (με ετικέτες για τις στρωματογραφικές πληροφορίες) και καλύπτεται με διάλυμα 70% ζεστού νερού και 30% υπεροξείδιο του υδρογόνου. Τα όστρεα επιπλέουν και απομακρύνονται με ένα σύνολο κοσκίνων, τα οποία τα διαχωρίζουν ανά μέγεθος. Τόσο το χώμα όσο και τα κελύφη τοποθετούνται στη συνέχεια στον κλίβανο ξήρανσης. Όταν ψυχθούν, τα κελύφη είναι έτοιμα για ανάλυση και μπορούν να εξαχθούν από τα κόσκινα[29].

Κατά την ανάλυση των κελυφών μαλακίων, οι αρχαιολόγοι εστιάζουν σε πολλούς παράγοντες, όπως: ταξινόμηση, σύνθεση ορυκτών του κελύφους και οργανική ύλη που παραμένει στο κέλυφος[30] Για παράδειγμα, η παρουσία ανθρακικών ορυκτών δείχνει ότι το pH του ιζήματος σε μια τοποθεσία ήταν πάντα πάνω από 8[31]. Οι μετρήσεις του pH μπορούν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για την ερμηνεία των περιβαλλοντικών συνθηκών ενός συγκεκριμένου τόπου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την κατοχή του και φυσικά για τη γνώση των συνθηκών διατήρησης ή διάβρωσης του αρχαιολογικού υλικού[32]. Πρόσφατες έρευνες πεδίου υποδεικνύουν ότι οι αρχαιολογικές θέσεις με αφθονία οστρέων κατανέμονται ευρέως και άφθονα σε ολόκληρο τον κόσμο και από διαφορετικές χρονικές περιόδους. Προκειται για ένα εντυπωσιακό και διαρκώς αυξανόμενο αρχείο, όχι μόνο των πτυχών της παρελθούσας ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά και των περιβαλλοντικών αλλαγών του παρελθόντος[33].

Βοτανική ανάλυση

Τα βοτανικά υπολείμματα μπορούν να δώσουν πληροφορίες για το κλίμα του παρελθόντος, τις οικονομικές πρακτικές και τις αλλαγές στο περιβάλλον. Τα μακροβοτανικά υπολείμματα (γνωστά και ως μικροαπολιθώματα φυτών) είναι δείγματα που είναι ορατά με γυμνό μάτι και διατηρούνται υπό τις ακόλουθες συνθήκες:[34]

  • Υδάτινα περιβάλλοντα
  • Απανθράκωση
  • Επασβέστωση
  • Ψύξη
  • Εντυπώσεις σε πλίνθους ή κεραμεική

Η ανάλυση μιας μακροβοτανικής ομάδας γίνεται σε διάφορα βήματα. Αρχικά, τα υπολείμματα διαχωρίζονται από το έδαφος με μια διαδικασία γνωστή ως επίπλευση[35]. Τα απολιθωμένα υπολείμματα και τα υπολείμματα από εξαιρετικά ξηρά περιβάλλοντα μπορούν συνήθως να διαχωριστούν από το έδαφος και τις ρίζες μόνο με προσεκτικό ξηρό κοσκίνισμα. Παρόλο που τα συστήματα επίπλευσης διαφέρουν ως προς το μέγεθος και τον σχεδιασμό, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης ομάδας καταλοίπων, κάθε σύστημα επιτυγχάνει το ίδιο βασικό έργο[36]. Η έγχυση νερού σε ένα δείγμα εδάφους διαχωρίζει τα κατάλοιπα σε ελαφρά και βαρέα κλάσματα. Το βαρύ κλάσμα βυθίζεται στον πυθμένα και συλλέγεται. Το ελαφρύ κλάσμα επιπλέει και τοποθετείται σε λεπτότερο κόσκινο. Τα υπολείμματα αποστραγγίζονται από τη μονάδα επίπλευσης μέσω βαλβίδας εξόδου. Τα ελαφρά και βαρέα κλάσματα στη συνέχεια ξηραίνονται και προετοιμάζονται για ανάλυση[37].

Η ανάλυση ποικίλλει ανάλογα με ερωτήματα που προκύπτουν κατά τη διαδικασία. Συνήθως, τα ελαφρά κλάσματα ταξινομούνται μέσω μιας σειράς κοσκίνων. Στη συνέχεια, τα υπολείμματα που απομένουν σε κάθε κόσκινο ταξινομούνται με τη χρήση μικροσκοπίου. Τέλος, ολοκληρώνεται η οργάνωση των δεδομένων και η ανάλυση των πολλών μεταβλητών[38].

Φυτόλιθοι

Οι φυτόλιθοι είναι ένα άλλο βοτανικό υλικό που μπορεί να αναλυθεί. Τα ορυκτά που παράγονται από τα φυτά, οι φυτόλιθοι παρέχουν μια μοναδική οπτική στην αρχαιοβοτανική ιστορία. Οι φυτόλιθοι, και ειδικότερα οι πυριτικοί φυτόλιθοι, είναι το πιο ανθεκτικό βιογενές φυτικό υλικό σε αρχαιολογικούς χώρους[39]. Ο υψηλός βαθμός διατήρησης του φυτόλιθου οφείλεται εν μέρει στη δομή του. Κάθε φυτόλιθος αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από πυρίτιο με λιγότερο από 0,03% οργανικό υλικό[40]. Η διαδικασία για την ανάλυση φυτόλιθων περιλαμβάνει πολλά, καλά τυποποιημένα βήματα:[41]

Η οργανική ύλη αφαιρείται. Αυτό συνήθως επιτυγχάνεται με θέρμανση του υπεροξειδίου του υδρογόνου στους 70 βαθμούς Κελσίου. Το υπεροξείδιο του υδρογόνου είναι γνωστό ότι αφαιρεί αποτελεσματικά την οργανική ύλη, χωρίς να καταστρέφει τους φυτόλιθους.

Οι φυτόλιθοι συμπυκνώνονται με τη μέθοδο της φυγοκέντρησης. Το πολυβολφραμικό νάτριο είναι μια κοινή ουσία που χρησιμοποιείται για να βοηθήσει σε αυτή τη διαδικασία. Αφού σταματήσει η φυγόκεντρος, πυκνά σωματίδια βρίσκονται στο κάτω μέρος του δοκιμαστικού σωλήνα, το πολυβολφραμικό νάτριο βρίσκεται στη μέση και οι φυτόλιθοι κάθονται πάνω από το υγρό καθώς είναι ελαφρύτεροι από το ίδιο το υγρό. Αν και αυτή η διαδικασία φαίνεται απλή, θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες κάθε μεμονωμένου δείγματος.

Το πλύσιμο και το στέγνωμα του δείγματος αποδίδει μια «σχεδόν καθαρή» συλλογή φυτολίθων. Περίπου 1 χιλιοστόγραμμα αυτού του δείγματος μοιράζεται σε ένα δείγμα το οποίο στη συνέχεια τοποθετείται σε μια αντικειμενοφόρο πλάκα μικροσκοπίου. Το δείγμα πρέπει πάντα να ζυγίζεται σωστά και να εξετάζεται αμέσως για να αποφευχθεί η κρυστάλλωση των φυτόλιθων, η οποία θα επηρεάσει δυνατότητα καταμέτρησης. Οι φυτόλιθοι καταμετρώνται και οι στόχοι της ανάλυσης καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο μέτρησής του. Τέλος, λαμβάνονται υπόψιν λάθη στη συγκέντρωση και την ταυτοποίηση φυτολίθων. Όταν εφαρμοστεί προσεκτικά, η ανάλυση φυτολίθων είναι δυνατόν να βοηθήσει στην ανασυγκρότηση του παλαιοπεριβάλλοντος[42].

Ξύλο

Το ξύλο ως μακροβοτανικό κατάλοιπο είναι φυσική μαρτυρία κατασκευών του παρελθόντος. Τα ξύλινα αντικείμενα μπορούν, επίσης, να υποδεικνύουν. άλλους τρόπους χρήσης του ξύλου κατά το παρελθόν. Καθώς τείνει να είναι το πανταχού παρόν υλικό των μακροσκοπικών υπολειμμάτων, ιδιαίτερα στην απανθρακωμένη μορφή του, συμβάλλει όλο και περισσότερο στην αρχαιολογική ανακατασκευή του φυσικού περιβάλλοντος, στις γνώσεις μας για τις μακροκλιματικές και μικροκλιματικές αλλαγές του παρελθόντος, για την ανθρώπινη χρήση ξυλείας και στη χρονολόγηση των αρχαιολογικών θέσεων[43].

Όταν εξάγεται το ξύλο από το πρωταρχικό του πλαίσιο, είναι σημαντικό να αποθηκεύεται σε συνθήκες παρόμοιες με εκείνες του πλαισίου. Αν αποθηκεύεται σε διαφορετικές συνθήκες, είναι δυνατόν να προκληθούν παραμορφώσεις που θα μπορούσαν να μεταβάλλουν τα αποτελέσματα της ανάλυσης. Ενίοτε, το υγρό ξύλο που απαντάται σε υδάτινα περιβάλλοντα συντηρείται σε υδάτινο περιβάλλον με διάφορες τεχνικές, καθώς οποιαδήποτε διαδικασία ξήρανσης, χωρίς συντήρηση, είναι δυνατόν να οδηγήσει όχι μόνο σε παραμορφώσεις αλλά και γοργή φθορά του υλικού[44].

Γύρη

Η παλυνολογία είναι η μελέτη της γύρης. Η γύρη έχει συγκεκριμένα σχήματα, επομένως το είδος είναι εύκολα αναγνωρίσιμο και μπορεί να παρέχει αρχείο περιβαλλοντικών αλλαγών και χρονολόγησης γύρης. Τα διάτομα είναι μικροσκοπικά μονοκύτταρα φυτά που μπορούν να βρεθούν μέσα ή κοντά στο νερό. Με τη μελέτη των διατόμων, μπορούν να προσδιοριστούν αλλαγές όπως η αποψίλωση των δασών και η ρύπανση. Οι φυτόλιθοι διαμορφώνονται από κύτταρα των φυτών που μπορούν να επιβιώσουν σε αλκαλικά εδάφη[45].

Η ανάλυση όλων των προηγούμενων τύπων βοτανικών υπολειμμάτων ολοκληρώνεται συνήθως από ειδικούς που μελετούν την παλαιοεθνοβοτανική. Οι παλαιοεθνοβοτανολόγοι εξετάζουν διάφορους τύπους αρχαιολογικών στοιχείων για να μελετήσουν τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και φυτών. Δε μελετούν μόνο το πώς και το γιατί οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν φυτά, αλλά και τρόπους με τους οποίους αλλάζουν οι χρήσεις με τον χρόνο και τον χώρο[46].

Τα ιζήματα παρέχουν ενδείξεις για την ανακατασκευή προηγούμενων φυσικών και πολιτισμικών διεργασιών με παρόμοιο τρόπο, όπως τα τέχνεργα. Τα ιζήματα είναι δυναμικά στρώματα. Μπορούν να επεκταθούν, να συσσωρευτούν, να συγκεντρωθούν και να συγχωνευθούν. Για παράδειγμα, ο Edwards (1979) παρατήρησε ότι ένα δείγμα γύρης πάχους 1 cm μπορεί να αντιπροσωπεύει έως και 25-30 χρόνια απόθεσης[47] Οι ειδικοί της γεωαρχαιολογίας χρησιμοποιούν τις αλλαγές που συμβαίνουν στο έδαφος και τη γεωμορφολογία για να ερμηνεύουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η γεωαρχαιολογία είναι εφαρμογή των γεωεπιστημών για την επίλυση ερευνητικών προβλημάτων στην αρχαιολογία. Για παράδειγμα, τόσο η πετρογραφία όσο και η περίθλαση ακτίνων Χ μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην εξέταση της ορυκτολογικής ανάλυσης, αλλά η επιλογή της μεθόδου εξαρτάται από τα συγκεκριμένα ορυκτά που στοχεύει κάποιος να ανιχνεύσει[48]. Συμβατικά, στον όρο «γεωαρχαιολογία» περιλαμβάνεται ένα υποσύνολο των γεωεπιστημών, ιδιαίτερα γεωμορφολογία, ιζηματολογία, παλυνολογία και η αρχαιολογική στρωματογραφία[49]. Η προτεραιότητα της γεωαρχαιολογίας στη μεταανασκαφική ανάλυση, αντικατοπτρίζεται πιθανώς στην παρατήρηση που έκανε ο Renfrew το 1976, ότι «αφού η αρχαιολογία ή τουλάχιστον η προϊστορική αρχαιολογία ανακτά σχεδόν όλα τα βασικά δεδομένα με ανασκαφή, κάθε αρχαιολογικό πρόβλημα ξεκινά ως πρόβλημα στη γεωαρχαιολογία»[50].

Άλλα ζητήματα

Εθνοϊστορικές πηγές και μικρά τέχνεργα

Μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφών, ενίοτε οι αρχαιολόγοι χρειάζεται να χρησιμοποιήσουν πρόσθετες πηγές αποδεικτικών στοιχείων για να σχηματίσουν νέα συμπεράσματα ή να συμπληρώσουν ευρήματα που προέρχονται από τους πιο συνηθισμένους τύπους τεχνέργων. Πρόσθετες πηγές περιλαμβάνουν μικρά τέχνεργα και ιστορικά έγγραφα. Πρέπει να προσέχει κανείς να μη βασίζει τις ερμηνείες ενός τόπου σε ιστορικές πηγές, αλλά να τις χρησιμοποιεί για να συμπληρώνει ή να αντικρούει τις τάσεις που εξετάζονται μόνο στο αρχαιολογικό υλικό. Ακριβώς όπως κάποιος πρέπει να προσέχει κατά την ερμηνεία των αποτελεσμάτων των αρχαιολογικών αναλύσεων, πρέπει επίσης να είναι προσεκτικός κατά τον προσδιορισμό της βαρύτητας των ιστορικών τεκμηρίων στη διατύπωση συμπερασμάτων για κάποια αρχαιολογική θέση. Ο αναλυτής πρέπει να κάνει ερωτήσεις όπως: Από ποιόν συντάχθηκε αυτό το έγγραφο; Ποιά ήταν η κοινωνικοπολιτισμική του θέση; Ποιοί παράγοντες μπορεί να παραμορφώσουν τις ερμηνείες του;[51].

Σημειώσεις-παραπομπές


[1] Rice 1990, 1-2.
[2] Balme and Paterson 2006, 176.
[3] Balme and Paterson 2006, 176.
[4] Grant et al. 2005, 61.
[5] Neumann and Sanford 2001, 186.
[6] Grant et al 2005, 67.
[7] Grant et al. 2005, 67.
[8] Balme and Paterson 2006, 380.
[9] Grant et al. 2005, 68.
[10] Grant et al. 2005, 68.
[11] Balme and Paterson 2006, 176.
[12] Balme and Paterson 2006, 179.
[13] Ματζάνας 2001, 60.
[14] Ubelaker 2008, 52.
[15] Lundy 1998, 423-427.
[16] Ubelaker 2008, 52.
[17] Ubelaker 2008, 53.
[18] Ubelaker 2008, 60.
[19] Ubelaker 2008, 63.
[20] Ubelaker 2008, 60.
[21] Renfrew and Bahn 2001, 256.
[22] Renfrew and Bahn 2001, 258-259.
[23] Sutton and Yohe II 2008, 248–264.
[24] Grant, et al. 2005, 80.
[25] Weiner 2010, 157.
[26] Grant et al. 2005, 88.
[27] Weiner 2010, 158.
[28] Weiner 2010, 158.
[29] Davies 2008, 5.
[30] Weiner 2010, 159-162.
[31] Weiner 2010, 160.
[32] Grant et al. 2005, 82.
[33] Andrus 2011, 2892-2905.
[34] Grant et al. 2005, 82.
[35] Fritz 2005, 779.
[36] Fritz 2005, 781.
[37] Fritz 2005, 784.
[38] Fritz 2005, 788-800.
[39] Weiner 2010, 135.
[40] Weiner 2010, 136.
[41] Weiner 2010, 142-143.
[42] Pearsall 1982, 862-871.
[43] Grant et al. 2005, 82.
[44] Grant et al. 2005, 82.
[45] Grant et al. 2005, 82.
[46] Fritz 2005, 773.
[47] Edwards 1979, 255–270.
[48] Balme and Paterson 2006, 338-339.
[49] Pollard 1999, 7-14.
[50] Renfrew 1976, 1-12.
[51] Balme and Paterson 2006, 381, 389-393.

Βιβλιογραφία

  • Andrus, C.F.T. 2011, Shell midden sclerochronology, Quaternary Science Reviews 30: 2892-2905.doi: https://doi.org/10.1016/j.quascirev.2011.07.016.
  • Balme, J., and A. Paterson, (eds.) 2006 Archaeology in Practice: a Student Guide to Archaeological Analyses. Malden, MA: Blackwell Pub. ISBN: 978-0-470-65716-4.
  • Davies, P. 2008 Snails: Archaeology and Landscape Change. Oxbow Books. ISBN: 9781785705144.
  • Edwards, K.J. 1979, Palynological and Temporal Inference in the Context of Prehistory with Special Reference to the Evidence from Lake and Peat Deposits, Journal of Archaeological Science, 6: 255–270. doi:https://doi.org/10.1016/0305-4403(79)90003-7.
  • Fritz, G. 2005. “Paleoethnobotanical Methods and Applications”, in Handbook Of Archaeological Methods, Vol. I. edited by Herbert D.G. Maschner, C., and C. Chippindale, Altamira: Rowman. ISBN: 9780759100336.
  • Grant, J., S. Gorin, and N. Fleming 2002. The Archaeology: An Introduction to Study Skills, Topics and Methods. Psychology Press. ISBN: 9780415526883.
  • Hamilton, D.L. 2011. Archaeological Metal Artifact Reduction/Cleaning by Electrolysis, Texas A & M University. http://electrochem.cwru.edu/encycl/art-a04-archaeology.htm.
  • Μαντζάνας, Χ. 2001, Πειραματική λάξευση πυριτολίθου: μέθοδοι και τεχνικές, Corpus 30: 56-69.
  • Neumann, T.W., and R.M. Sanford 2001. Cultural Resources Archaeology: An Introduction. Altamira: Rowman. ISBN: 978-0-7591-1845-4.
  • Pollard, M.A. 1999, Geoarchaeology: An Introduction, Geological Society London Special Publications, 165, 7-14. doi: https://doi.org/10.1144/GSL.SP.1999.165.01.14.
  • Rice, P.C. 1990. Introductory Archaeology: The Inexpensive Laboratory. Anthropology & Education Quarterly 21(2): 167–172. doi: https://doi.org/10.1525/aeq.1990.21.2.04x0258x.
  • Renfrew, C. 1976, “Introduction”, in Geoarchaeology: Earth Science and the Past, edited by Davidson, D.A., Shackley, M.L., (1-12), London: Duckworth. OCLC Number: 904187029.
  • Renfrew, C., Bahn, B. 2001. Αρχαιολογία: Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα. ISBN: 978-960-354-329-9.
  • Sutton, M.Q., Yohe II, R.M. 2008. Archaeology: the science of the human past, Boston: Pearson/Allyn and Bacon Publishers. ISBN: 9781003110521.
  • Ubelaker, D.H. 2008. Human Skeletal Remains: Excavation, Analysis, Interpretation. Transaction Pub. OCLC Number: 647022955.
  • Weiner, S. 2010. Microarchaeology: Beyond the Visible Archaeological Record. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN: 9780521880039.
μεταανασκαφική_ανάλυση.txt · Τελευταία τροποποίηση: 2022/11/04 16:29 από ms_1

Εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά, το περιεχόμενο σε αυτο το wiki διέπεται από την ακόλουθη άδεια: CC Attribution-Share Alike 4.0 International
CC Attribution-Share Alike 4.0 International Donate Powered by PHP Valid HTML5 Valid CSS Driven by DokuWiki