Ψηφιακή αρχαιολογία

Από archaeology
Πήδηση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Αρχείο:Fig 4.4.svg
Βασική ιδέα του GIS

Η ψηφιακή αρχαιολογία, (digital archaeology), αποτελεί ένα δυναμικά αναδυόμενο πεδίο που ενσωματώνει σύγχρονες τεχνολογίες επιστήμης υπολογιστών στην αρχαιολογική έρευνα, τη διαχείριση δεδομένων και την ερμηνεία του παρελθόντος. Από την απλή ψηφιοποίηση αρχείων και τεκμηρίων έως την εφαρμογή εξελιγμένων αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ) και εικονικής πραγματικότητας (VR), η ψηφιακή αρχαιολογία έχει μεταμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαιολόγοι προσεγγίζουν τα υλικά κατάλοιπα. Όπως τονίζει η Colleen Morgan, η ψηφιακή αρχαιολογία δεν αποτελεί απλώς ένα σύνολο εργαλείων, αλλά ένα υποπεδίο που θέτει θεωρητικά ερωτήματα σχετικά με την υλικότητα, την ενσώματη γνώση και την ηθική[1].

Σημασία και προκλήσεις της ψηφιακής αρχαιολογίας

Η αξία της ψηφιακής αρχαιολογίας έγκειται στην ικανότητά της να χειρίζεται μεγάλα σύνολα δεδομένων (μεγάλα δεδομένα), να προσομοιώνει αρχαίους χώρους και να ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ επιστημόνων. Ταυτόχρονα, όπως επισημαίνει ο Jeremy Huggett, η ενσωμάτωση ψηφιακών εργαλείων εγείρει κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο που αυτά διαμορφώνουν την ευρύτερη πειθαρχία[2]. Η μετάβαση από παραδοσιακές μεθόδους σε δεδομενοκεντρικές προσεγγίσεις, όπως προτείνει ο Franco Niccolucci, απαιτεί τη διαμόρφωση νέων προτύπων διαχείρισης και τεκμηρίωσης δεδομένων[3].

Ιστορική εξέλιξη

Η ψηφιακή αρχαιολογία ξεκίνησε στα τέλη του 20ού αιώνα με την εισαγωγή των υπολογιστών στην καταγραφή και ανάλυση δεδομένων. Στα πρώτα χρόνια, η έμφαση δόθηκε σε ποσοτικές μεθόδους, όπως στατιστικές αναλύσεις και βάσεις δεδομένων. Ο Huggett αναδεικνύει τον ρόλο της με το Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA), το οποίο, μέσω ετήσιων συνεδρίων από το 1973, προώθησε τη διεπιστημονικότητα στην ψηφιακή αρχαιολογία[4]. Ωστόσο, η ανάλυση παραπομπών υποδηλώνει ότι τα έργα του CAA είχαν περιορισμένη διείσδυση σε γενικά αρχαιολογικά περιοδικά, γεγονός που υπογραμμίζει μια σχετική "εσωστρέφεια" στο πεδίο[5].

Στη δεκαετία του 2000, η χρήση τεχνολογιών όπως το GIS και το LiDAR επέτρεψε την ανακάλυψη κρυφών αρχαιολογικών χώρων. Ο Xu επισημαίνει πώς αυτές οι τεχνολογίες βελτίωσαν την ακρίβεια της ανάλυσης, όπως στις μελέτες των πολιτισμών των Μάγια[6]. Παράλληλα, πρωτοβουλίες όπως το ARIADNE προώθησαν την ανοιχτή πρόσβαση, δημιουργώντας υποδομές για κοινή χρήση δεδομένων[7]. Ο Marwick τονίζει ότι η ανοιχτή πρόσβαση είναι κρίσιμη για τη διεύρυνση της συμμετοχής και κριτικάρει τα paywalls που περιορίζουν την πρόσβαση σε μη προνομιούχες ομάδες[8].

Η μετάβαση σε επιστήμη ανοιχτού δικτύου (networked open science), όπως στο NEARCHOS project, εισήγαγε τη δυνατότητα συνεργασίας σε πραγματικό χρόνο, μειώνοντας το χάσμα μεταξύ ανασκαφής και δημοσίευσης[9]. Αυτή η εξέλιξη υπογραμμίζει τη στροφή από μεμονωμένα εργαλεία σε ολοκληρωμένα συστήματα, με έμφαση στην ηθική, την προσβασιμότητα και τη διαφάνεια.

Μέθοδοι και εργαλεία

Το lidar μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σάρωση κτηρίων, βραχωδών σχηματισμών κ.λπ., για την παραγωγή ενός τρισδιάστατου μοντέλου.

Οι βασικές μέθοδοι της ψηφιακής αρχαιολογίας περιλαμβάνουν:

  • GIS για χωρική ανάλυση, όπως η μελέτη περιβαλλοντικών αλλαγών σε αιγυπτιακές πυραμίδες[10].
  • LiDAR για την αποκάλυψη κρυφών χαρακτηριστικών σε δυσπρόσιτες περιοχές [12].
  • Εικονική πραγματικότητα (VR) και Εικονικό ερευνητικό περιβάλλον|εικονικά ερευνητικά περιβάλλοντα (VREs) για εικονικές επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους[13].

Το NEARCHOS συνδυάζει τρισδιάστατο GIS και φορητά εργαλεία για ανάλυση σε πραγματικό χρόνο, προωθώντας ταυτόχρονα ανοιχτά δεδομένα[14]. Οι προκλήσεις περιλαμβάνουν την τυποποίηση δεδομένων, την εκπαίδευση ερευνητών και την εφαρμογή των FAIR αρχών (Findable, Accessible, Interoperable, Reusable) για ποιοτική δεδομενοκεντρική έρευνα[15].

Θεωρητικές προσεγγίσεις

Η ψηφιακή αρχαιολογία θέτει θεωρητικά ερωτήματα για την υλικότητα των ψηφιακών αντικειμένων και την επίδραση της τεχνολογίας στην ενσώματη γνώση. Η Morgan περιγράφει την εμφάνιση της "cyborg archaeology", όπου η εμπειρία της ανασκαφής ενσωματώνεται με ψηφιακά εργαλεία[16]. Παράλληλα, τεχνολογικές μεταφορές όπως το υπολογιστικό νέφος (cloud computing[17]) κρύβουν υλικές υποδομές και αναπαράγουν ανισότητες [18].

Ο Huggett διερευνά κατά πόσο η ψηφιακή στροφή έχει αλλάξει τη θεωρία και την πρακτική μέσω ανάλυσης παραπομπών[19]. Η στροφή σε δεδομενοκεντρική έρευνα απαιτεί διασφάλιση ποιότητας των δεδομένων και σημασιολογικό εμπλουτισμό, ώστε να είναι κατανοητά και επαναχρησιμοποιήσιμα τόσο από ανθρώπους όσο και από μηχανές. Επίσης, απαιτείται και κριτική χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, ώστε να αποφευχθούν προκαταλήψεις[20]. Στην ψηφιακή αρχαιολογία, πολλά προγράμματα επιστήμης των πολιτών προβάλλονται ως συμπεριληπτικά, δηλαδή ανοιχτά σε όλους για συμμετοχή στην έρευνα. Ωστόσο, στην πράξη η συμμετοχή συχνά προϋποθέτει τεχνολογική πρόσβαση, γνώσεις, χρόνο και πόρους που δεν έχουν όλοι. Επίσης, υπάρχουν κοινωνικές, οικονομικές ή γεωγραφικές ανισότητες που αποκλείουν ομάδες από τη συμμετοχή. Ο μύθος της συμπεριληπτικότητας μπορεί να δίνει ψευδή εντύπωση ισότητας, ενώ στην πραγματικότητα ενισχύει τις ήδη υπάρχουσες διαιρέσεις. Με άλλα λόγια, τα προγράμματα μπορεί να φαίνονται δημοκρατικά και συμμετοχικά, αλλά η ανισότητα στην πρόσβαση και στους πόρους μπορεί να σημαίνει ότι μόνο οι «προνομιούχοι» συμμετέχουν ενεργά, ενισχύοντας κοινωνικές διαιρέσεις αντί να τις μειώνει[21].

Ηθικά ζητήματα και προσβασιμότητα

Η ηθική στην ψηφιακή αρχαιολογία δεν αφορά μόνο την προσβασιμότητα και την πολιτική διαχείρισης δεδομένων, αλλά και τις κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις της έρευνας. Ο Graham εξετάζει την ηθική διάσταση στο archaeogaming, θεωρώντας τους εικονικούς κόσμους ως ηθικούς χώρους που αντανακλούν αξίες και κανόνες συμπεριφοράς[22]. Παράλληλα, η Morgan κριτικάρει τη λευκή, ανδρική υπεροχή του πεδίου και τον τρόπο με τον οποίο η εκμετάλλευση πόρων μπορεί να αναπαράγει κοινωνικές και επιστημονικές ανισότητες[23].

Η προώθηση της ανοιχτής πρόσβασης συμβάλλει στην ισότητα, ενώ τα paywalls περιορίζουν την συμμετοχή[24]. Το NEARCHOS προωθεί ανοιχτά δεδομένα ως μέσο αποαποικιοποίησης της γνώσης[25], ενώ οι τεχνολογικές μεταφορές συνεχίζουν να κρύβουν ανισότητες στην εργασία[26].

Μελλοντικές προοπτικές

Το μέλλον της ψηφιακής αρχαιολογίας προδιαγράφεται με την ενσωμάτωση ΤΝ, VR, και VREs για συνεργατική, διαδραστική έρευνα[27]. Οι κύριες προκλήσεις περιλαμβάνουν την αβεβαιότητα στα δεδομένα και τον ψηφιακό αποκλεισμό[28]. Η στροφή σε δεδομενοκεντρική (data-centric) έρευνα απαιτεί ποιότητα, σημασιολογική ακρίβεια και κριτική στάση απέναντι στις ανισότητες[29].

Παράλληλα, η ψηφιακή αρχαιολογία ανοίγει νέες φαντασιακές προσεγγίσεις πέρα από την παραδοσιακή θεώρηση[30], ενώ η κριτική για την ισότητα παραμένει αναγκαία[31].

Συμπέρασμα

Η ψηφιακή αρχαιολογία έχει μεταμορφώσει την πειθαρχία, προσφέροντας εργαλεία για ακριβή τεκμηρίωση, αναλυτική διερεύνηση και διεπιστημονική συνεργασία. Παράλληλα, απαιτεί συνεχή κριτική αναθεώρηση σε επίπεδο θεωρίας, ηθικής και προσβασιμότητας, ώστε η εξέλιξή της να είναι βιώσιμη και κοινωνικά δίκαιη.

Παραπομπές σημειώσεις

  1. Morgan 2022, 213.
  2. Huggett 2024, 316.
  3. Niccolucci 2020, 35
  4. Huggett 2024, 317.
  5. Huggett 2024, 319.
  6. Xu 2024, 195.
  7. Niccolucci 2020, 38
  8. Marwick 2020, 4.
  9. Marchetti et al. 2018, 448.
  10. Xu 2024, 194
  11. Xu 2024, 196.
  12. Xu 2024, 195
  13. Morgan 2022, 219.
  14. Marchetti et al. 2018, 456.
  15. Niccolucci 2020, 39.
  16. Morgan 2022, 215.
  17. Το cloud computing (υπολογιστικό νέφος) αναφέρεται στη χρήση υπολογιστικών πόρων —όπως servers, αποθηκευτικό χώρο, βάσεις δεδομένων, λογισμικό και υπηρεσίες— μέσω του διαδικτύου, χωρίς να χρειάζεται να βρίσκονται τοπικά στον υπολογιστή ή στο εργαστήριο του χρήστη. Στην ψηφιακή αρχαιολογία, το cloud computing επιτρέπει την αποθήκευση μεγάλων δεδομένων (big data), όπως 3D σαρώσεις, LiDAR δεδομένα ή φωτογραφίες ανασκαφών, την ανάλυση δεδομένων με ισχυρούς υπολογιστικούς πόρους που δε χρειάζονται τοπικό hardware, τη συνεργασία σε πραγματικό χρόνο, αφού πολλοί ερευνητές μπορούν να έχουν ταυτόχρονα πρόσβαση και να δουλεύουν πάνω στα ίδια δεδομένα, την ανοικτή πρόσβαση και διαμοιρασμό δεδομένων, προάγοντας τη διαφάνεια και την επιστημονική συνεργασία.
  18. Kalaycı and Hacıgüzeller 2023, 18.
  19. Huggett 2024, 318.
  20. Niccolucci 2020, 46.
  21. Kalaycı and Hacıgüzeller 2023, 24.
  22. Graham 2020, n.p.
  23. Morgan 2022, 220.
  24. Marwick 2020, 5
  25. Marchetti et al. 2018, 453.
  26. Kalaycı and Hacıgüzeller 2023, 26.
  27. Niccolucci 2020, 41.
  28. Morgan 2022, 223.
  29. Niccolucci 2020, 48.
  30. Morgan 2022, 224.
  31. Kalaycı and Hacıgüzeller 2023, 29.

Βιβλιογραφία