Εμίλ Ντιρκέμ

Από archaeology
Πήδηση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Εμίλ Ντιρκέμ

Ο Εμίλ Ντ. Ντιρκέμ (Emile D. Durkheim) (15 Απριλίου, 1858, Επινάλ (Λορραίνη) - 15 Νοεμβρίου, 1917, Παρίσι)[1] ήταν φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, και κατά πολλούς μία από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες που συνέβαλαν καθοριστικά στην εξέλιξη της κοινωνιολογίας, ιδρύοντας παράλληλα τις βάσεις της ως ακαδημαϊκής επιστήμης[2]. Η συνεισφορά του εκτείνεται από θεωρητικές προσεγγίσεις για την κοινωνική συνοχή έως την ανάλυση θεσμών και θρησκευτικών φαινομένων, ενώ το έργο του παραμένει σημείο αναφοράς στη μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας και της ηθικής.

Βίος

Η μητέρα του, Μελανί, ήταν κόρη εμπόρου, ενώ ο πατέρας του ήταν ραβίνος του Επινάλ και επίσης αρχιραβίνος του Βοσγκ (Vosges) και του Οτ Μαρν (Haute-Marne)[3]. Ο Εμίλ πέρασε μέρος των σχολικών του χρόνων σε ένα ραβινικό σχολείο, προοριζόμενος να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του, του παππού και του προπάππου του, όλοι ραβίνοι[4]. Ωστόσο, η επιθυμία του να ακολουθήσει τον ραβινικό δρόμο μειώθηκε γρήγορα και απομακρύνθηκε από τον Ιουδαϊσμό αφότου έφτασε στο Παρίσι[5].

Ο Ντιρκέμ, με κοφτερή διάνοια, αρίστευσε στο Κολλέγιο του Επινάλ[6]. Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι για προετοιμασία και αποδοχή στο Ecole Normale Supérieure, αλλά η ασθένεια του πατέρα του δημιούργησε συναισθηματική πίεση που επηρέασε προσωρινά τις σπουδές του[7]. Τελικά, το 1879 πέρασε τις εισαγωγικές εξετάσεις στην τρίτη προσπάθεια και έγινε δεκτός στην ηλικία των 21 χρόνων[8].

Στη Σχολή, ο Ντιρκέμ συνδέθηκε με σημαντικούς φιλοσόφους, όπως ο Σαρλ Ρενουβιέ (Charles Renouvier) και ο Εμίλ Μπουτού (Emile Boutoux), καθώς και με τον ιστορικό Νουμά-Ντενί Φυστέλ ντε Κουλάνζ (Numas-Denis Fustel de Coulanges)[9]. Αποφοίτησε επιτυχώς και άρχισε να διδάσκει φιλοσοφία το 1882[10]. Το 1887 διορίστηκε στο Μπορντώ, όπου ανέπτυξε έντονα την αξία της κοινωνιολογίας και διερεύνησε τη θεωρία, την ιστορία και την πρακτική της εκπαίδευσης[11]. Δίδαξε κοινωνικές επιστήμες, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε πεδία όπως η συγγένεια, το έγκλημα, ο νόμος, η θρησκεία, η αιμομιξία και ο σοσιαλισμός[12].

Το 1896 ο Ντιρκέμ ανέστειλε την εργασία του για την ιστορία του σοσιαλισμού, εστιάζοντας στη δημιουργία ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσιογραφικής συνεργασίας[13]. Το 1898 ίδρυσε το περιοδικό «Annee Sociologique», την πρώτη επιστημονική έκδοση κοινωνικών επιστημών στη Γαλλία[14], η οποία υποστηρίχθηκε από νέους ερευνητές που παρείχαν τακτικά την έρευνά τους. Το 1902 έγινε Καθηγητής, εδραιώνοντας τη θέση του στην ακαδημαϊκή κοινότητα[15].

Το έργο του

Το θεωρητικό έργο του Ντιρκέμ εστιάζει στη συστηματική ανάλυση κοινωνικών φαινομένων με επιστημονική μεθοδολογία. Στο Division of Labor in Society αναλύει τις μορφές κοινωνικής συνοχής, διαφοροποιώντας την μηχανική από την οργανική αλληλεγγύη ως βασικές αρχές λειτουργίας των κοινωνιών[16]. Στο Suicide διερευνά τα κοινωνικά αίτια της αυτοκτονίας, αναδεικνύοντας τη σημασία των κοινωνικών δεσμών και των συλλογικών πιέσεων[17]. Στο The Elementary Forms of Religious Life εξετάζει τη θρησκεία ως κοινωνικό θεσμό, υπογραμμίζοντας τη λειτουργία του ιερού και των τελετουργιών στη συγκρότηση συλλογικών ταυτοτήτων[18]. Επιπλέον, η προσέγγισή του για την ηθική τονίζει την αυτονομία της ηθικής σκέψης από τη θρησκεία, ενώ το έργο του στην εκπαίδευση αναδεικνύει τη σημασία της παιδείας για τη διατήρηση κοινωνικής συνοχής[19]. Μέσα από αυτά τα έργα, ο Ντιρκέμ διαμόρφωσε τη μεθοδολογική βάση της κοινωνιολογίας ως επιστήμης που συνδυάζει θεωρία, εμπειρική έρευνα και κοινωνική ανάλυση.

Αναγνώριση

Ο Εμίλ Ντιρκέμ επέστρεψε στο Παρίσι αναγνωρισμένος ως ισχυρή παρουσία στην κοινωνιολογία και την εκπαίδευση[20]. Οι θεωρίες του για την «επιστήμη της ηθικής» προκάλεσαν αντιδράσεις μεταξύ των Καθολικών, ενώ ο επόμενος διορισμός του στο Φορμπόρν (Forborne) προκάλεσε εντάσεις με τη δεξιά πολιτική παράταξη[21]. Η επιρροή του ήταν καθοριστική: όλοι οι σπουδαστές που επιδίωκαν πτυχίο στη φιλοσοφία, τις γλώσσες, την ιστορία ή τη λογοτεχνία παρακολουθούσαν τα μαθήματά του[22].

Η προσωπική του ζωή σημαδεύτηκε από τραγωδία, καθώς ο γιος του Αντρέ σκοτώθηκε στο βουλγαρικό μέτωπο κατά τον πόλεμο μεταξύ Γερμανίας και Βελγίου[23]. Κηρύχθηκε νεκρός τον Απρίλιο του 1916[24]. Η απώλεια αυτή επηρέασε βαριά τον Ντιρκέμ, ο οποίος ποτέ δεν συνήλθε πλήρως[25]. Τελικά, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και απεβίωσε στις 15 Νοεμβρίου του 1917, σε ηλικία 59 ετών[26]. Η συμβολή του στην κοινωνιολογία και στην ακαδημαϊκή επιστήμη παραμένει θεμελιώδης[27].

Παραπομπές

  1. Jones 1994, 1.
  2. Lukes 2001, 3897.
  3. Jones 1994, 1.
  4. Schmaus n.d., 1.
  5. Schmaus n.d., 1.
  6. Jones 1994, 1.
  7. Jones 1994, 1.
  8. Schmaus n.d., 1.
  9. Schmaus n.d., 1.
  10. Lukes 2001, 3897.
  11. Lukes 2001, 3897.
  12. Lukes 2001, 3897.
  13. Lukes 2001, 3897.
  14. Lukes 2001, 3897.
  15. Lukes 2001, 3897.
  16. Durkheim 1893/2014, 45‑60.
  17. Durkheim 1897/2014, 112‑135.
  18. Durkheim 1912/2015, 44‑55.
  19. Lukes 2001, 3897.
  20. Lukes 2001, 3897.
  21. Lukes 2001, 3897.
  22. Schmaus n.d., 1.
  23. Lukes 2001, 3897.
  24. Lukes 2001, 3897.
  25. Lukes 2001, 3897.
  26. Jones 1994, 1.
  27. Lukes 2001, 3897.

Βιβλιογραφία