Στρωματογραφία (αρχαιολογία)
Η στρωματογραφία είναι η επιστήμη που μελετά τη διάταξη, τη σύνθεση και τις σχέσεις των στρωμάτων των πετρωμάτων και των ιζημάτων, με στόχο την κατανόηση της γεωλογικής ιστορίας της Γης. Αποτελεί κεντρικό πυλώνα της γεωλογίας, επιτρέποντας την χρονολόγηση γεγονότων, τη συσχέτιση απομακρυσμένων περιοχών και την ερμηνεία περιβαλλοντικών αλλαγών. Από τις βασικές αρχές της υπέρθεσης και της συνέχειας[1], εξελίχθηκε σε πιο σύνθετες προσεγγίσεις όπως η ακολουθιακή στρωματογραφία, η οποία εστιάζει σε επαναληπτικές ακολουθίες ιζημάτων βασισμένες σε ασυνέχειες και αλλαγές στο σχετικό επίπεδο της θάλασσας[2]. Σήμερα, ενσωματώνει ψηφιακά εργαλεία για αναπαραγωγικές αναλύσεις, όπως το module stratigraph στο Python, που επιτρέπει την οπτικοποίηση στον χώρο και τον χρόνο[3].
Ιστορική εξέλιξη
Η στρωματογραφία έχει ρίζες στον 17ο και 18ο αιώνα, με πρωτοπόρους όπως ο Nicolaus Steno, ο οποίος διατύπωσε τις αρχές της υπέρθεσης, της αρχικής οριζοντιότητας και της πλευρικής συνέχειας[4]. Στον 19ο αιώνα, η λιθοστρωματογραφία επικεντρώθηκε στην ταξινόμηση βασισμένη στη λιθολογία, ενώ η βιοστρωματογραφία χρησιμοποιούσε απολιθώματα για χρονολόγηση[5]. Η δεκαετία του 1960 εισήγαγε την ανάλυση φάσεων, εστιάζοντας σε αυτογενείς διεργασίες, ενώ η σεισμική στρωματογραφία στη δεκαετία του 1970, από ομάδες όπως η Exxon, ανέπτυξε την ακολουθιακή στρωματογραφία[6]. Αυτή βασίζεται σε ασυνέχειες όπως μη συμμορφίες, που οριοθετούν ακολουθίες ιζημάτων σχετιζόμενες με αλλαγές στο επίπεδο βάσης[7]. Ωστόσο, υπήρξε ένταση μεταξύ εμπειρικών προσεγγίσεων και μοντέλων, όπως το παγκόσμιο ευστατικό μοντέλο του Vail, που αμφισβητήθηκε για υπερβολική έμφαση στην ευστάθεια[8]. Σήμερα, η στρωματογραφία επεκτείνεται σε πλανητική κλίμακα, όπως στον Άρη, όπου χρησιμοποιείται η μορφοστρωματογραφία[9].