Πίνακας Περιεχομένων

Κυμισάλα

FIXME Η περιοχή της Κυμισάλας βρίσκεται περίπου 70 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης της Ρόδου και εμπίπτει σήμερα στα όρια της Δημοτικής Ενότητας Αταβύρου, καταλαμβάνοντας τις παράκτιες εκτάσεις των δημοτικών διαμερισμάτων Μονολίθου και Σιαννών. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους στην ύπαιθρο της Ρόδου, όπως φανερώνουν τα εκτεταμένα ορατά ερείπια που είναι διάσπαρτα σε διάφορες θέσεις και χρονολογούνται από του Μυκηναϊκούς χρόνους έως και την Ύστερη Αρχαιότητα. Κατά την ελληνιστική περίοδο η περιοχή, όπως πιστοποιούν η διατήρηση του αρχαίου τοπωνυμίου και επιγραφές από τη νεκρόπολη ανήκε στον Δήμο των Κυμισαλέων και υπαγόταν διοικητικά στην Κάμιρο.

Ιστορία της έρευνας

Η Κυμισάλα είναι γνωστή ως αρχαιολογική θέση από τα τέλη του 19ου αι. Οι Ιταλοί διενέργησαν την πρώτη ανασκαφή το 1915, τα αποτελέσματα και τα ευρήματά της οποίας δημοσιεύτηκαν στο Annuario della Regia Scuola Archeologica di Atene το 1916. Η πρώτη αυτή έρευνα αποτέλεσε σημαντικό οδηγό για κάθε νέα έρευνα, καθώς αποτύπωνε τις σημαντικότερες αρχαιότητες του χώρου, όπως για παράδειγμα τα εξαιρετικά μέχρι σήμερα σωζόμενα τείχη της ακρόπολης, τον ναό και πολλές άλλες θέσεις.

Από το 2006 στην περιοχή διεξάγεται Συστηματική Αρχαιολογική Έρευνα από το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και την Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, υπό τη διεύθυνση των Μανόλη Ι. Στεφανάκη, Καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας και Νομισματικής και της αρχαιολόγου δρος Βασιλικής Πατσιαδά αντίστοιχα, με σκοπό τον καθαρισμό των εμφανών υπέργειων μνημείων, τον εντοπισμό περισσότερων μνημείων και αρχαιολογικών θέσεων, τη συστηματική ανασκαφή των σημαντικότερων από αυτά και, μεσοπρόθεσμα, την ανάδειξη του χώρου.

Τα πρώτα πορίσματα της έρευνας

Η έρευνα έχει καταδείξει ότι ο αρχαίος Δήμος των Κυμισαλέων ήταν εκτεταμένος: η έκταση που καλύπτουν οι μέχρι στιγμής εντοπισμένες αρχαιότητες ξεπερνά τα 10.000 στρέμματα ή 10 τετραγωνικά χλμ., πράγμα καθόλου περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς πως ο Δήμος είχε τη δική του ακρόπολη, στον λόφο του Αγίου Φωκά, ο οποίος δεσπόζει στην περιοχή και φαίνεται να ελέγχει -οπτικά τουλάχιστον- 7 οικισμούς, που πρέπει να ανήκαν στη δικαιοδοσία του, στις θέσεις Βασιλικά, Νάπες, Χάρακας, Γλυφάδα-Μονοσύρια, Στελιές, Μαραμαρούνια και Καμπάνες.

Δίπλα στους οικισμούς αναπτύσσονται νεκροπόλεις με σημαντικότερη την κεντρική νεκρόπολη, η οποία καταλαμβάνει ολόκληρη την κοιλάδα ανάμεσα στους λόφους του Αγίου Φωκά και της Κυμισάλας. Νεκροπόλεις ελληνικών χρόνων υπάρχουν και σε άλλα σημεία της περιοχής: στις Νάπες, τον Χάρακα και τα Μονοσύρια-Αγ. Γεώργιος, ενώ συστάδες τάφων έχουν εντοπιστεί και στις θέσεις Αλώνια και Καμπάνες.

Ο Δήμος των Κυμισαλέων, φαίνεται πως κατοικείτο τουλαχιστον από τον 7ο αι. ΠΚΕ μέχρι και την Ύστερη Αρχαιότητα (4ος-6ος αι.), όπως μαρτυρούν τόσο η ανασκαφική έρευνα στην κεντρική νεκρόπολη, όσο και τα κατά καιρούς σποραδικά αρχαιολογικά ευρήματα. Στην περιοχή έχουν καταγραφεί και πρωιμότερα κατάλοιπα, νεολιθικής και εποχής του χαλκού, συγκεκριμένες όμως αρχαιολογικές θέσεις δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί.

Το μέλλον

Το ερευνητικό πρόγραμμα «Αρχαιολογική Έρευνα Κυμισάλας, Ρόδος» αποτελεί ουσιαστικά την δεύτερη μετά την ανασκαφή στο Ιερό του Ερεθιμίου Απόλλωνος στον Θεολόγο, συστηματική αρχαιολογική έρευνα που διενεργείται στην ύπαιθρο της Ρόδου. Το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και η ΚΒ’ ΕΠΚΑ, σε συνεργασία με τη Σχολή Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, εργάζονται αρμονικά και στοχευμένα με σκοπό τον καθαρισμό των εμφανών υπέργειων μνημείων, τον εντοπισμό περισσότερων μνημείων και αρχαιολογικών θέσεων, τη συστηματική ανασκαφή και τεκμηρίωση των σημαντικότερων από αυτά και, μεσοπρόθεσμα, την ανάδειξη του χώρου.

Η περιοχή δεν παρουσιάζει μόνο τεράστιο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Οι αρχαιολογικές θέσεις του Δήμου των Κυμισαλέων βρίσκονται στο κέντρο της περιοχής «Ακραμίτης–Αρμενιστής–Ατάβυρος» που καλύπτει πάνω από 17 χιλιάδες εκτάρια, η οποία έχει ενταχθεί στο ευρωπαϊκό δίκτυο οικοτόπων «Natura 2000» (κωδικός GR 4210005) και προστατεύεται ως Μνημείο της Φύσης, καθώς, πέραν της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας, του φυσικού κάλλους και του πυκνού δάσους πεύκης και κυπαρίσσου, συγκεντρώνει μοναδικά οικοσυστήματα άγριας πανίδας και χλωρίδας.

Αυτό αποτελεί και το συγκριτικό πλεονέκτημα της περιοχής, που σε συνδυασμό με την ανάδειξη των αρχαιολογικών θέσεων και μνημείων, θα μπορούσε να οδηγήσει σύντομα στη δημιουργία ενός μοναδικού αρχαιολογικού-οικολογικού πάρκου, το οποίο θα διασφάλιζε τη φυσιογνωμία της περιοχής και θα οδηγούσε σε μια αειφόρα και βιώσιμη ανάπτυξη στην ευρύτερη ημιορεινή περιοχή του Ακραμίτη.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι