Η διαδικαστική αρχαιολογία είναι θεωρητική προσέγγιση στην αρχαιολογία, που ανέπτυξαν στη δεκαετία του 1960, ο Binford και άλλοι Αμερικανοί αρχαιολόγοι. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα χρειάζεται να διερευνώνται υπό το πρίσμα δυναμικών πολιτισμικών και φυσικών διεργασιών μέσω των οποίων έφθασαν στην κατάσταση, στην οποία βρίσκονται από τους αρχαιολόγους και όχι ως στατικά τελικά προϊόντα, κάτι που συμβαίνει όταν χρησιμοποιείται η τυπολογική προσέγγιση[1]. Σκοπός της διαδικαστικής αρχαιολογίας ήταν η ανάπτυξη μεθόδων για την κατανόηση του σχηματισμού του αρχαιολογικού αρχείου και η βελτίωση των προσεγγίσεων για τη συμπερίληψη της ιδέας της συμπεριφοράς από τις παρατηρήσεις του αρχείου. Αυτό οδήγησε σε αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις διαδικασίες σχηματισμού των αρχαιολογικών τόπων (γεωαρχαιολογία), την εθνοαρχαιολογία και τη χρήση της αναλογίας. Σε αυτή τη διαδικαστική προοπτική, ο πολιτισμός θεωρήθηκε σύστημα αλληλένδετων συστατικών[2].