Πίνακας Περιεχομένων

Γνωσιακή αρχαιολογία

Η γνωσιακή ή γνωστική αρχαιολογία είναι μια θεωρητική προοπτική στην αρχαιολογία που εστιάζει στον αρχαίο νου. Χωρίζεται σε δύο κύριες ομάδες: την εξελικτική γνωσιακή αρχαιολογία (ΕΓΑ), που επιδιώκει να κατανοήσει την ανθρώπινη γνωστική εξέλιξη από το υλικό αρχείο και την ιδεολογική γνωστική αρχαιολογία (ΙΓΑ), η οποία εστιάζει στις συμβολικές δομές που διακρίνονται ή συνάγονται από αρχαίο υλικό πολιτισμό.

Εξελικτική Γνωσιακή Αρχαιολογία (ΕΓΑ)

Η ΕΓΑ συνάγει την αλλαγή στην προγονική ανθρώπινη γνώση από τα αρχαιολογικά αρχεία, βασιζόμενη συχνά σε θεωρίες, μεθόδους και δεδομένα άλλων κλάδων: γνωστική επιστήμη, συγκριτική γνώση, παλαιονευρολογία, πειραματική αναπαραγωγή και πρακτική συμμετοχή στην κατασκευή και χρήση παραδοσιακών τεχνολογιών[1]. Για παράδειγμα, η ιστορία 3,3 εκατομμυρίων ετών[2] της χρήσης λίθινων εργαλείων σε γενικές γραμμές πληροφορεί για τις αλλαγές που συνέβησαν ή τις γνωστικές ικανότητες όπως η νοημοσύνη, ο χωρικός συλλογισμός[3][4], η λειτουργική μνήμη και η εκτελεστική λειτουργία[5][6], έτσι όπως ορίζονται και κατανοούνται μέσω της γνωστικής ψυχολογίας και του τρόπου που λειτουργούν ως υλική έκφραση, ώστε να επιτρέπεται η ανίχνευσή τους στο αρχαιολογικό αρχείο[7]. Άλλες έρευνες της ΕΓΑ επικεντρώνονται στην ανάπτυξη ειδικών ικανοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της θεωρίας του νου[8], της οπτικής αντίληψης και των οπτικοχωρικών ικανοτήτων[9][10], της τεχνολογικής λογικής[11][12], της γλώσσας[13], της ικανότητας εφαρμογής απλών αριθμητικών εννοιών[14][15] και του γραμματισμού[16][17][18].

Σχολές σκέψης

Στην ΕΓΑ, υπάρχουν δύο κύριες σχολές σκέψης. Η βορειοαμερικανική σχολή, που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με το πρωτοποριακό έργο του αρχαιολόγου Τόμας Τζ. Γουίν (Thomas G. Wynn)[19][20] και της βιοανθρωπολόγου Σου Τέιλορ Πάρκερ (Sue Taylor Parker) σε συνεργασία με την εξελικτική νευροβιολόγο Καθλίν Γκίμπσον (Kathleen Gibson)[21]. Επικεντρώνεται στην κατανόηση της ανθρώπινης γνωστικής εξέλιξης, είτε με την καταγραφή τεχνέργων όπως είναι τα λίθινα εργαλεία, ή συγκρίσεις χρήσης αρχαίων και συγχρόνων εργαλείων, είτε και από τα δύο. Συχνά περιλαμβάνει περιγραφική ανάλυση προτύπων: ανάλυση της αλλαγής ως προς τη μορφή, όπως τα λίθινα εργαλεία κατά τη διάρκεια εκατομμυρίων ετών και ερμηνεία αυτής της αλλαγής ως προς τη γνωστική της σημασία, χρησιμοποιώντας θεωρίες, κατασκευές και παραδείγματα από τη γνωστική ψυχολογία και τη νευροεπιστήμη[22].

Ανατολικά του Ατλαντικού, η βρετανική σχολή ΕΓΑ ξεκίνησε επίσης στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με το έργο των αρχαιολόγων Κόλιν Ρένφριου [23][24] και Τζον Γκόουλετ (John Gowlett)[25][26] και του Γουίλιαμ ΜακΓκριού (William McGrew)[27][28]. Το έργο του Renfrew ειδικότερα, καθώς και του μαθητή του, Λάμπρου Μαλαφούρη, έχει υιοθετήσει μια φιλοσοφική προσέγγιση στη μελέτη του αρχαίου νου, αντλώντας έννοιες από τη φιλοσοφία του νου και την οικολογική ψυχολογία για να εξετάσει θεμελιωδέστερα τον ρόλο των υλικών δομών στην ανθρώπινη ψυχολογία[29][30]. Οι Ρένφριου και Μαλαφούρης επινόησαν τον όρο νευροαρχαιολογία για να περιγράψουν την προσέγγισή τους[31][32]. Η ΕΓΑ ασχολείται με το πώς σκέφτονται οι άνθρωποι μέσω των υλικών δομών, και με την ικανότητά τους να αξιοποιούν και να εκμεταλλεύονται τις υλικές δομές για γνωστικούς σκοπούς. Πιθανώς είναι αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει την ανθρώπινη γνώση από αυτή όλων των άλλων ειδών[33]. Η κεραμεική είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης. Ο Μαλαφούρης δεν βλέπει το αγγείο ως μια μορφή που δημιουργήθηκε από τον κεραμέα επιβάλλοντας μια εσωτερική νοητική έννοια στον εξωτερικό πηλό. Αντίθετα, ο εγκέφαλος και το σώμα του κεραμέα αλληλεπιδρούν με τα υλικά του, τον πηλό και τον τροχό. Η μορφή που παίρνει ο πηλός παράγεται τελικά από τη σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ της αντίληψης του αγγειοπλάστη για την αίσθηση του πηλού, της πίεσης των δακτύλων του πάνω του και των αντιδράσεων της υφής, της περιεκτικότητας σε υγρασία, του χρώματος, της ισορροπίας και της μορφής[34].

Άλλοι πρώτοι πρωτοπόροι της ΕΓΑ είναι ο Γκλιν Άιζακ[35][36], ο αρχαιολόγος Iain Davidson και ο ψυχολόγος William Noble[37]. Σήμερα, η ΕΓΑ ενσωματώνει διεπιστημονικά δεδομένα από την ανθρώπινη ψυχολογία και νευροφυσιολογία, την κοινωνική ανθρωπολογία, τη φυσική ανθρωπολογία, τη συγκριτική γνώση και την τεχνητή νοημοσύνη.

Μεταξύ του 2018 και του 2020, οι γνωστικοί αρχαιολόγοι Τόμας Γουίν και Λάμπρος Μαλαφούρης ηγήθηκαν μιας συνεργασίας μεταξύ του Πανεπιστημίου του Κολοράντο και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης για να εξετάσουν την αρχαιολογία της Κατώτερης Παλαιολιθικής υπό την οπτική γωνία του εκτεταμένου νου. Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Adaptive Behavior το 2021[38].

Ιδεολογική Γνωστική Αρχαιολογία (ΙΓΑ)

Ο αρχαιολόγος Τόμας Χάφμαν όρισε την ιδεολογική γνωστική αρχαιολογία ως μελέτη της προϊστορικής ιδεολογίας: των ιδανικών, των αξιών και των πεποιθήσεων που συνθέτουν την κοσμοθεωρία μιας κοινωνίας[39].

Οι μελετητές της ΙΓΑ συχνά μελετούν τον ρόλο που είχε η ιδεολογία και οι διαφορετικές οργανωσιακές προσεγγίσεις στους αρχαίους λαούς. Ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι αφηρημένες ιδέες εκδηλώνονται μέσα από τα υπολείμματα που άφησαν πίσω τους οι αρχαίοι λαοί μπορεί να διερευνηθεί και να συζητηθεί, χρησιμοποιώντας προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν σε τομείς όπως η σημειωτική, η ψυχολογία και άλλες ευρύτερες επιστήμες.

Η ΙΓΑ χρησιμοποιεί τις αρχές της κοινωνικοπολιτισμικής ανθρωπολογίας για να διερευνήσει διαφορετικά πράγματα όπως τα υλικά σύμβολα, η χρήση του χώρου, η πολιτική εξουσία και η θρησκεία. Για παράδειγμα, ο Huffman χρησιμοποιεί πηγές προφορικής ιστορίας από τη Ζιμπάμπουε και πορτογαλικά έγγραφα για να προσπαθήσει να εξηγήσει τα σύμβολα που ανακαλύφθηκαν στα ερείπια της Μεγάλης Ζιμπάμπουε. Ο ιστορικός Ντέιβιντ Μπιτς έχει επισημάνει ότι τέτοια ΙΓΑ μπορεί να είναι προβληματική, όσον αφορά στα λογικά της άλματα και την ατελή χρήση των αρχαιολογικών πηγών, εστιάζοντας στη φροντίδα που πρέπει να χρησιμοποιείται, όταν επιχειρείται να ερμηνευθεί η ανθρώπινη σκοπιμότητα στην προϊστορία με τη χρήση αρχαιολογικής μαρτυρίας[40].

Η ΙΓΑ λειτουργεί επίσης με κατασκευές, όπως ο γνωσιακός χάρτης. Οι άνθρωποι δεν συμπεριφέρονται μόνο υπό την επίδραση των αισθήσεών τους, αλλά και μέσω των προηγούμενων εμπειριών τους, όπως η ανατροφή τους. Τέτοιες οι εμπειρίες συμβάλλουν στη μοναδική οπτική του κόσμου για κάθε άτομο, ένα είδος γνωσιακού χάρτη που το καθοδηγεί. Ομάδες ανθρώπων που ζουν μαζί τείνουν να αναπτύσσουν μια κοινή άποψη για τον κόσμο και παρόμοιους γνωσιακούς χάρτες, που με τη σειρά τους επηρεάζουν τον υλικό πολιτισμό της ομάδας τους.

Ιστορία της Γνωσιακής Αρχαιολογίας

Η γνωσιακή αρχαιολογία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 ως αντίδραση στην επιμονή της διαδικαστικής αρχαιολογίας να ερμηνεύει το παρελθόν αυστηρά σύμφωνα με την υλική μαρτυρία[41]. Αυτός ο άκαμπτος υλισμός έτεινε να περιορίσει την αρχαιολογία στην εύρεση και περιγραφή τεχνέργων, αποκλείοντας ευρύτερες ερμηνείες της πιθανής γνωσιακής και πολιτιστικής σημασίας τους ως κάτι πέρα από την εμβέλεια του συμπερασματικού συλλογισμού[42]. Όπως το έθεσε κάποτε ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Έντμουντ Λιτς, «όλη η ευρηματικότητα στον κόσμο δεν θα αντικαταστήσει τα στοιχεία που χάθηκαν και χάθηκαν για πάντα» και «θα πρέπει να αναγνωρίσετε τις εικασίες σας για το ποιες είναι»[43].

Ωστόσο, η διαδικαστική αρχαιολογία άνοιξε επίσης τη δυνατότητα διερεύνησης του τρόπου ζωής όσων δημιούργησαν και χρησιμοποίησαν τον υλικό πολιτισμό. Μια αρχική προσέγγιση προτάθηκε από τον Λούις Μπίνφορντ, ο οποίος εισηγήθηκε ότι οι αρχαίοι τρόποι ζωής μπορούσαν να γίνουν κατανοητοί, μελετώντας τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής των σύγχρονων λαών[44][45]. Παρόλο που η συγκεκριμένη θεώρηση υφίσταται θεμιτή κριτική, οι προσπάθειες του Μπίνφορντ ενέπνευσαν την περαιτέρω ανάπτυξη της ιδέας ότι οι υλικές μορφές θα μπορούσαν να πληροφορούν για τον τρόπο ζωής ως προϊόν ευφυούς συμπεριφοράς και θα μπορούσαν να παρέχουν μια εικόνα για το πώς και ίσως ακόμη και τι είχαν σκεφτεί οι κατασκευαστές τους. Αρχαιολόγοι όπως ο Binford έχουν επίσης ασκήσει κριτική στη γνωσιακή αρχαιολογία, υπογραμμίζοντας ότι μόνο οι πράξεις των ανθρώπων και όχι οι σκέψεις τους διατηρούνται στα αρχαιολογικά αρχεία. Η ΕΓΑ απάντησε σε αυτή την κριτική τονίζοντας ότι επιδιώκει να κατανοήσει «πώς» σκέφτονταν οι αρχαίοι λαοί χρησιμοποιώντας υλικές δομές και όχι «τι» σκέφτονταν[46].

Αρκετές πρώιμες μελέτες βοήθησαν στη διάδοση της ιδέας ότι ο αρχαίος νους μπορούσε να διερευνηθεί και να χαρακτηριστεί, όπως το Origins of the Modern Mind του Merlin Donald (1991), το The Prehistory of Mind του Steven Mithen (1996) και The Mind in the Cave (2002) του David Lewis-Williams.

Σημειώσεις παραπομπές


[1] Overmann et al 2019, 1–12.
[2] Harmand et al 2015, 310–315.
[3] Wynn 1979, 371–391
[4] Wynn 1989, 34
[5] Coolidge et al 2001, 255–260
[6] Coolidge et al 2005, 5–26.
[7] Overmann et al 2019, 1–12
[8] Cole 2019, 355–375.
[9] Hodgson 2000, 3–34.
[10] Hodgson and Helvenston 2006, 3–40.
[11] Moore 2011 702–715.
[12] Moore and Perston 2016, e0158803.
[13] Putt et al 2017, 1–8.
[14] Overmann 2018, 464–493.
[15] Overmann 2019, 132
[16] Overmann 2016, 285–303
[17] Overmann 2022, 8–44.
[18] Overmann and Wynn 2019, 457–478.
[19] Wynn 1979, 371–391.
[20] Wynn 1989, 34.
[21] Parker and Gibson 1979, 367–408.
[22] Overmann et al 2019, 1–12.
[23] Renfrew, 1982.
[24] Renfrew 1994, 3–12.
[25] Gowlett, 1979, 14–17.
[26] Gowlett 1984, 167–192
[27] McGrew et al 1978, 234–251
[28] McGrew et al 1979, 185–215.
[29] Malafouris, 2010.
[30] Malafouris, 2013
[31] Renfrew and Malafouris 2008, 381–385.
[32] Malafouris 2010, 49–72.
[33] Overmann 2021, 123–136.
[34] Malafouris 2008, 19–36.
[35] Isaac 1984, 1–87.
[36] Glynn 1976, 275–288.
[37] Noble and Davidson, 1996.
[38] Wynn et al 2021, 99–106.
[39] Huffman 1986, 84–95.
[40] Beach 1998, 47–72.
[41] Overmann and Coolidge 2019, 1-12.
[42] Hawkes 1954, 155–168.
[43] Leach 1973, 768.
[44] Binford 1962, 217–225
[45] Binford 1972, 22-23.
[46] Malafouris 2013, 32.

Βιβλιογραφία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι