Εργαλεία Χρήστη

Εργαλεία ιστότοπου


αρχαιολογία

Σύγκριση εκδόσεων

Εδώ βλέπετε τις διαφορές μεταξύ της επιλεγμένης έκδοσης και της τρέχουσας έκδοσης της σελίδας.

Σύνδεσμος σε αυτή την προβολή διαφορών.

Προηγούμενος έλεγχος και από τις δύο πλευρέςΠροηγούμενη αναθεώρηση
Επόμενη αναθεώρηση
Προηγούμενη αναθεώρηση
αρχαιολογία [2022/10/20 17:41] – [Αρχαιολογία] ms_1αρχαιολογία [2022/10/20 18:25] (τρέχουσα) – [Σωστική αρχαιολογία] ms_1
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
 Η **αρχαιολογία** είναι η «μελέτη των αρχαίων πραγμάτων». Ο ακριβής σύγχρονος ορισμός της είναι η «συστηματική μελέτη των υλικών καταλοίπων του απώτερου ή πιο πρόσφατου ανθρώπινου παρελθόντος μέσω της εφαρμογής θεωρίας και μεθόδου»((Κουκουζέλη //et al//, 17-85.)). Ο όρος, βέβαια, αναπτύχθηκε στην πορεία για να περιλαμβάνει πολύ περισσότερα πράγματα στο [[εννοιολογικό πλαίσιο|εννοιολογικό]] της πλαίσιο. Η **αρχαιολογία** είναι η «μελέτη των αρχαίων πραγμάτων». Ο ακριβής σύγχρονος ορισμός της είναι η «συστηματική μελέτη των υλικών καταλοίπων του απώτερου ή πιο πρόσφατου ανθρώπινου παρελθόντος μέσω της εφαρμογής θεωρίας και μεθόδου»((Κουκουζέλη //et al//, 17-85.)). Ο όρος, βέβαια, αναπτύχθηκε στην πορεία για να περιλαμβάνει πολύ περισσότερα πράγματα στο [[εννοιολογικό πλαίσιο|εννοιολογικό]] της πλαίσιο.
  
-Το 1948 ο [[Γουόλτερ Τέιλορ]] (Walter Taylor) έδωσε έναν πρώτο ορισμό, γράφοντας πως «η Αρχαιολογία δεν είναι ιστορία, ούτε ανθρωπολογία. Ως αυτόνομη επιστήμη περιλαμβάνει τη δική της μεθοδολογία και εξειδικευμένες τεχνικές, για τη συγκέντρωση ή //παραγωγή// πολιτισμικής πληροφόρησης», από έρευνα στερεής ύλης και μνημείων του παρελθόντος. Σύμφωνα με τον [[Μόρτιμερ Γουίλερ]] «ο αρχαιολόγος φέρνει στο φως όχι πράγματα αλλά ανθρώπους»((Wheeler, M. 1954, 13.)), συνεπώς από αυτή την άποψη θεωρούμενη η αρχαιολογία είναι μελέτη ανθρώπινων λειψάνων του παρελθόντος. Ο όρος «ανθρώπινο παρελθόν» τονίζει το γεγονός ότι η αρχαιολογία δεν μελετά ζώα που έχουν εκλείψει, απολιθώματα ή πετρώματα, καθώς αυτά αποτελούν προϊόν μελέτης της [[Παλαιοντολογία|παλαιοντολογίας]] και της [[Γεωλογία|γεωλογίας]]. Συνεπώς, το χρονικό όριο μελέτης της αρχαιολογίας, σε ό,τι αφορά στο απώτατο παρελθόν, αγγίζει το χρονικό όριο των 2.000.000 ετών [[ΠΠ]]((π.π. δηλαδή προ παρόντος σε αβαθμονόμητη κλίμακα.)) +Το 1948 ο [[Γουόλτερ Τέιλορ]] (Walter Taylor) έδωσε έναν πρώτο ορισμό, γράφοντας πως «η Αρχαιολογία δεν είναι ιστορία, ούτε ανθρωπολογία. Ως αυτόνομη επιστήμη περιλαμβάνει τη δική της μεθοδολογία και εξειδικευμένες τεχνικές, για τη συγκέντρωση ή //παραγωγή// πολιτισμικής πληροφόρησης», από έρευνα στερεής ύλης και μνημείων του παρελθόντος. Σύμφωνα με τον [[Μόρτιμερ Γουίλερ]] «ο αρχαιολόγος φέρνει στο φως όχι πράγματα αλλά ανθρώπους»((Wheeler, M. 1954, 13.)), συνεπώς από αυτή την άποψη θεωρούμενη η αρχαιολογία είναι μελέτη ανθρώπινων λειψάνων του παρελθόντος. Ο όρος «ανθρώπινο παρελθόν» τονίζει το γεγονός ότι η αρχαιολογία δεν μελετά ζώα που έχουν εκλείψει, απολιθώματα ή πετρώματα, καθώς αυτά αποτελούν προϊόν μελέτης της [[Παλαιοντολογία|παλαιοντολογίας]] και της [[Γεωλογία|γεωλογίας]]. Συνεπώς, το χρονικό όριο μελέτης της αρχαιολογίας, σε ό,τι αφορά στο απώτατο παρελθόν, αγγίζει το χρονικό όριο των 2.000.000 ετών [[π.π]]((π.π. δηλαδή προ παρόντος σε αβαθμονόμητη κλίμακα.)) 
  
-====ΠροσεγγίσειςΠαλαιός και Νέος Κόσμος==== +====Προσεγγίσεις στον Παλαιό και τον Νέο Κόσμο==== 
-Στην Ευρώπη και τον Παλαιό Κόσμο γενικότερα η αρχαιολογία διακρινόταν και διακρίνεται ακόμη από μία τάση να εστιάζεται μόνον στα υλικά ευρήματα και φυσικά στις αναγκαίες τεχνικές ανασκαφής και περισυλλογής των ευρημάτων, όπως επίσης και στα εγγενή της θεωρητικά και φιλοσοφικά ζητήματα που τη βοηθούν να επιτύχει τους στόχους της. Στον Νέο Κόσμο η προσέγγιση είναι διαφορετική. Η έρευνα εστιάζεται στις αρχαίες κοινωνίες και τον τρόπο λειτουργίας τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο η αρχαιολογία θεωρείται ένας από τους 4εις τομείς της ανθρωπολογίας. Και για τις δύο προσεγγίσεις βέβαια η επίτευξη του στόχου σήμερα απαιτεί ένα είδος πολυεπιστημονικής και διεπιστημονικής διερεύνησης και προσπάθειας. +Στην Ευρώπη και τον Παλαιό Κόσμο γενικότερα η αρχαιολογία διακρινόταν και διακρίνεται ακόμη από μία τάση εστίασης μόνον στα υλικά ευρήματα και φυσικά στις αναγκαίες τεχνικές ανασκαφής και περισυλλογής των ευρημάτων, όπως επίσης και στα εγγενή της θεωρητικά και φιλοσοφικά ζητήματαπου τη βοηθούν να επιτύχει τους στόχους της. Στον Νέο Κόσμο η προσέγγιση είναι διαφορετική. Η έρευνα εστιάζεται στις αρχαίες κοινωνίες και τον τρόπο λειτουργίας τους. Υπό αυτή την έννοια η αρχαιολογία θεωρείται ένας από τους 4εις τομείς της [[ανθρωπολογία]]ς. Και για τις δύο προσεγγίσεις βέβαια η επίτευξη του στόχου σήμερα απαιτεί ένα είδος πολυεπιστημονικής και διεπιστημονικής διερεύνησης και προσπάθειας. 
  
-Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στη βόρεια Αμερική να υπάρχουν λίγα τμήματα αρχαιολογίας και το μεγαλύτερο ποσοστό των αρχαιολόγων να καλύπτει θέσεις σε ανθρωπολογικά τμήματα. Άλλοι αρχαιολόγοι του αποκαλούμενου Νέου Κόσμου ενσωματώνονται στις κλασικές σπουδές, χωρίς αυτό να τους δίνει τη δυνατότητα εμπλοκής στις ανανεούμενες συζητήσεις για την αρχαιολογική θεωρία. Από την άλλη στην Ευρώπη τα τμήματα της αρχαιολογίας είναι διακριτά και συνδέονται στενά με τμήματα ιστορίας. Σε ό,τι αφορά στην ανθρωπολογική προσέγγιση των θεωρητικών ζητημάτων της αρχαιολογίας, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο [[Φραντς Μποάζ]], σε σημείο ώστε οι νεότεροι αρχαιολόγοι-ανθρωπολόγοι να μην ενσωματώνουν τους αρχαιότερους πολιτισμούς σε ένα ενιαίο εθνικό περίγραμμα, αλλά να τους διαχειρίζονται εξατομικευμένα. Αντίθετα, στην Ευρώπη, η προσάρτηση της [[προϊστορία|προϊστορίας]] στο εθνικό [[εννοιολογικό πλαίσιο]] ήταν δεδομένη από την αρχή της ανάπτυξης της επιστήμης((Johnson 2011, 29-30.)).+Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στη βόρεια Αμερική να υπάρχουν λίγα τμήματα αρχαιολογίας και το μεγαλύτερο ποσοστό των αρχαιολόγων να καλύπτει θέσεις σε ανθρωπολογικά τμήματα. Άλλοι αρχαιολόγοι του αποκαλούμενου Νέου Κόσμου ενσωματώνονται στις κλασικές σπουδές, χωρίς αυτό να τους δίνει τη δυνατότητα εμπλοκής στις ανανεούμενες συζητήσεις για την αρχαιολογική θεωρία. Από την άλλη στην Ευρώπη τα τμήματα της αρχαιολογίας είναι διακριτά και συνδέονται στενά με τμήματα ιστορίας. Σε ό,τι αφορά στην ανθρωπολογική προσέγγιση των θεωρητικών ζητημάτων της αρχαιολογίας, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο [[Φραντς Μποάζ]], σε σημείο ώστε οι νεότεροι αρχαιολόγοι-ανθρωπολόγοι να μην ενσωματώνουν τους αρχαιότερους πολιτισμούς σε ένα ενιαίο εθνικό περίγραμμα, αλλά να τους διαχειρίζονται εξατομικευμένα. Αντίθετα, στην Ευρώπη, η προσάρτηση της [[προϊστορία|προϊστορίας]] στο εθνικό πλαίσιο ήταν δεδομένη από την αρχή της ανάπτυξης της επιστήμης((Johnson 2011, 29-30.)).
  
 ====Αρχαιολογική θεωρία==== ====Αρχαιολογική θεωρία====
-Ως [[αρχαιολογική θεωρία]] ή αρχαιολογική σκέψη εννοούνται οι διαφορετικές θεωρήσεις που αναπτύχθηκαν για την πρακτική της αρχαιολογίας και την ερμηνεία των [[αρχαιολογική μαρτυρία|αρχαιολογικών μαρτυριών]]. Η εφαρμογή της φιλοσοφίας της επιστήμης στην αρχαιολογία στο αρχαιολογικό πλαίσιο αναφέρεται επίσης και φιλοσοφία της αρχαιολογίας((Krieger 2006, 4-6))((Dark 2016, 3)). Οι διαφορετικές θεωρίες που αναπτύσσονται, σχετίζονται κυρίως με τον σκοπό της αρχαιολογίας ως επιστήμη((Trigger 2007, 1)). Έως τα μέσα του 20ού αιώνα και την ανάπτυξη της τεχνολογίας, με σημαντικότερη την επανάσταση στον τομέα της χρονολόγησης και την ανάπτυξη της μεθόδου χρονολόγησης με ραδιενεργό άνθρακα <sup>14</sup>C από τον αμερικανό χημικό [[Γουΐλαρντ Λίμπι]] (Willard Libby) το 1949 και την [[παλυνολογία|παλυνολογική ανάλυση]]((Κουκουζέλη //et al// 2003, 52)) υπήρχε η γενική αντίληψη πως η αρχαιολογία συνδεόταν στενά μόνον με την ιστορία και την ανθρωπολογία. Από τότε άρχισαν να εισάγονται στοιχεία άλλων επιστημών όπως η φυσική, η χημεία, η [[βιολογία]], η μεταλλουργία, η εφαρμοσμένη μηχανική, η ιατρική, κ.ά., παράγοντας μια αλληλεπικάλυψη και την ανάγκη αναδιαμόρφωσης των θεμελιωδών ιδεών της αρχαιολογίας.+Ως αρχαιολογική θεωρία ή αρχαιολογική σκέψη εννοούνται οι διαφορετικές θεωρήσεις που αναπτύχθηκαν για την πρακτική της αρχαιολογίας και την ερμηνεία των [[αρχαιολογική μαρτυρία|αρχαιολογικών μαρτυριών]]. Η εφαρμογή της φιλοσοφίας της επιστήμης στην αρχαιολογία στο [[αρχαιολογικό πλαίσιο]] αναφέρεται επίσης και φιλοσοφία της αρχαιολογίας((Krieger 2006, 4-6))((Dark 2016, 3)). Οι διαφορετικές θεωρίες που αναπτύσσονται, σχετίζονται κυρίως με τον σκοπό της αρχαιολογίας ως επιστήμη((Trigger 2007, 1)). Έως τα μέσα του 20ού αιώνα και την ανάπτυξη της τεχνολογίας, με σημαντικότερη την επανάσταση στον τομέα της χρονολόγησης και την ανάπτυξη της μεθόδου χρονολόγησης με ραδιενεργό άνθρακα <sup>14</sup>C από τον αμερικανό χημικό [[Γουΐλαρντ Λίμπι]] (Willard Libby) το 1949 και την [[παλυνολογία|παλυνολογική ανάλυση]]((Κουκουζέλη //et al// 2003, 52)) υπήρχε η γενική αντίληψη πως η αρχαιολογία συνδεόταν στενά μόνον με την ιστορία και την [[ανθρωπολογία]]. Από τότε άρχισαν να εισάγονται στοιχεία άλλων επιστημών όπως η φυσική, η χημεία, η [[βιολογία]], η μεταλλουργία, η εφαρμοσμένη μηχανική, η ιατρική, κ.ά., παράγοντας μια αλληλεπικάλυψη και την ανάγκη αναδιαμόρφωσης των θεμελιωδών ιδεών της αρχαιολογίας.
  
 ====Η αρχαιολογική μαρτυρία==== ====Η αρχαιολογική μαρτυρία====
Γραμμή 31: Γραμμή 31:
 Ανάλογα δε με την κατάσταση του αρχαιολογικού πλαισίου τη στιγμή της ανακάλυψής του, δηλαδή ανάλογα με το αν έχει υποστεί οποιαδήποτε μεταβολή από τη στιγμή της απόθεσής του έως την ανακάλυψή του, διαχωρίζεται σε πρωτογενές (αδιατάρακτο) και δευτερογενές (διαταραγμένο) πλαίσιο. Ανάλογα δε με την κατάσταση του αρχαιολογικού πλαισίου τη στιγμή της ανακάλυψής του, δηλαδή ανάλογα με το αν έχει υποστεί οποιαδήποτε μεταβολή από τη στιγμή της απόθεσής του έως την ανακάλυψή του, διαχωρίζεται σε πρωτογενές (αδιατάρακτο) και δευτερογενές (διαταραγμένο) πλαίσιο.
  
-Η συσχέτιση των ευρημάτων μιας αρχαιολογικής θέσης βασίζονται δύο θεμελιώδεις αρχές της αρχαιολογίας: την [[αρχή της συσχέτισης]], σύμφωνα με την οποία ένα εύρημα είναι σύγχρονο με άλλα ευρήματα που βρίσκονται στο ίδιο περίβλημα, και η [[αρχή της επαλληλίας]], σύμφωνα με την οποία τα στρώματα της Γης είναι διατεταγμένα το ένα πάνω στο άλλο διαδοχικά, με τα κατώτερα να αποτελούν τα αρχαιότερα στρώματα. Σε αυτή τη δεύτερη αρχή βασίζεται και η [[στρωματογραφία]], η μελέτη δηλαδή της διαστρωμάτωσης μιας αρχαιολογικής θέσης.+Η συσχέτιση των ευρημάτων μιας αρχαιολογικής θέσης βασίζονται δύο θεμελιώδεις αρχές της αρχαιολογίας: την [[αρχή της συσχέτισης]], σύμφωνα με την οποία ένα εύρημα είναι σύγχρονο με άλλα ευρήματα που βρίσκονται στο ίδιο περίβλημα, και η [[αρχή της επαλληλίας]], σύμφωνα με την οποία τα στρώματα της Γης είναι διατεταγμένα το ένα πάνω στο άλλο διαδοχικά, με τα κατώτερα να αποτελούν τα αρχαιότερα στρώματα. Σε αυτή τη δεύτερη αρχή βασίζεται και η [[αρχαιολογική στρωματογραφία]], η μελέτη δηλαδή της διαστρωμάτωσης μιας αρχαιολογικής θέσης.
  
 ====Κλάδοι της Αρχαιολογίας==== ====Κλάδοι της Αρχαιολογίας====
Γραμμή 48: Γραμμή 48:
  
 ====Μεσαιωνική και βυζαντινή αρχαιολογία==== ====Μεσαιωνική και βυζαντινή αρχαιολογία====
-Με τον όρο [[μεσαιωνική αρχαιολογία]] νοείται η μελέτη του ευρωπαϊκού μεσαίωνα, ιδιαίτερα για την περίοδο που εκτείνεται από τον 5ο έως τον 16ο αι. Η μεσαιωνική αρχαιολογία εξετάζει και ερμηνεύει ευρήματα που σχετίζονται με τον μεταρωμαϊκό κόσμο και καλύπτει πολιτισμούς όπως αυτός των Βίκινγκ, των Σαξόνων και των Φράγκων. Φυσική συνέχεια της μεσαιωνικής αρχαιολογίας θεωρείται η μεταμεσαιωνική αρχαιολογία, αν και τέτοιου είδους υποδιαιρέσεις οδηγούν συχνά σε αμφισβητήσεις των ούτως η άλλως μεταβαλλόμενων διακριτών ορίων της εκάστοτε περιοδολόγησης. Η μεσαιωνική περίοδος στην [[Ευρώπη]] μαρτυρεί την προέλευση και την ανάπτυξη των πόλεων, την ανάπτυξη του [[εμπόριο|εμπορίου]] και την βιοτεχνική εξειδίκευση, όπως και  τον σχηματισμό πολιτικών κρατών. Αυτές οι διαδικασίες [[πολιτισμός|πολιτιστικής]] και οικονομικής αλλαγής έχουν ενδιαφέρον για τους αρχαιολόγους από τις ημέρες του [[Βηρ Γκόρντον Τσάιλντ]], με αποτέλεσμα, η μεσαιωνική αρχαιολογία να παίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο στην [[αρχαιολογική θεωρία]] σε όλο τον κόσμο((Crabtree 2001, ix.)).+Με τον όρο [[μεσαιωνική αρχαιολογία]] νοείται η μελέτη του ευρωπαϊκού μεσαίωνα, ιδιαίτερα για την περίοδο που εκτείνεται από τον 5ο έως τον 16ο αι. Η μεσαιωνική αρχαιολογία εξετάζει και ερμηνεύει ευρήματα που σχετίζονται με τον μεταρωμαϊκό κόσμο και καλύπτει πολιτισμούς όπως αυτός των Βίκινγκ, των Σαξόνων και των Φράγκων. Φυσική συνέχεια της μεσαιωνικής αρχαιολογίας θεωρείται η μεταμεσαιωνική αρχαιολογία, αν και τέτοιου είδους υποδιαιρέσεις οδηγούν συχνά σε αμφισβητήσεις των ούτως η άλλως μεταβαλλόμενων διακριτών ορίων της εκάστοτε περιοδολόγησης. Η μεσαιωνική περίοδος στην [[Ευρώπη]] μαρτυρεί την προέλευση και την ανάπτυξη των πόλεων, την ανάπτυξη του εμπορίου και την βιοτεχνική εξειδίκευση, όπως και  τον σχηματισμό πολιτικών κρατών. Αυτές οι διαδικασίες [[αρχαιολογικος πολιτισμός|πολιτιστικής]] και οικονομικής αλλαγής έχουν ενδιαφέρον για τους αρχαιολόγους από τις ημέρες του [[Βηρ Γκόρντον Τσάιλντ]], με αποτέλεσμα, η μεσαιωνική αρχαιολογία να παίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο στην [[αρχαιολογική θεωρία]] σε όλο τον κόσμο((Crabtree 2001, ix.)).
  
-Η βυζαντινή αρχαιολογία ανήκει ουσιαστικά ως κλάδος στην μεσαιωνική αρχαιολογία, αλλά ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την αρχαιολογία της Κωνσταντινούπολη], πρωτεύουσας της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αστικών κέντρων της βυζαντινής επικράτειας από τον 4ο έως τον 12ο αιώνα((Πετρίδης 2002, 192)). Ο όρος σταδιακά διευρύνθηκε, ώστε να περιλαμβάνει τμήμα της ιστορίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως συνέχειας του βυζαντινού κόσμου από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα, στο βαθμό που ακολούθησε και διατήρησε τα θέσμια της βυζαντινής κοινωνίας.+Η βυζαντινή αρχαιολογία ανήκει ουσιαστικά ως κλάδος στην μεσαιωνική αρχαιολογία, αλλά ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την αρχαιολογία της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αστικών κέντρων της βυζαντινής επικράτειας από τον 4ο έως τον 12ο αιώνα((Πετρίδης 2002, 192)). Ο όρος σταδιακά διευρύνθηκε, ώστε να περιλαμβάνει τμήμα της ιστορίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως συνέχειας του βυζαντινού κόσμου από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα, στον βαθμό που ακολούθησε και διατήρησε τα θέσμια της βυζαντινής κοινωνίας.
  
 ====Βιβλική και χριστιανική αρχαιολογία==== ====Βιβλική και χριστιανική αρχαιολογία====
-Η [[βιβλική αρχαιολογία]] ερευνά την αρχαιολογία της Παλαιστίνης και την [[εποχή του Χαλκού]] (περ. 3000–1200 [[ΠΚΕ]]) και την [[εποχή του Σιδήρου]] (περ. 1200–586 ΠΚΕ) δηλαδή την χρονολογική περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, όταν η περιοχή κατοικείτο από τους Χανααναίους και τους Ισραηλίτες((Magness 2012, 3–6.)).+Η [[βιβλική αρχαιολογία]] ερευνά την αρχαιολογία της Παλαιστίνης και την [[Εποχή του Χαλκού]] (περ. 3000–1200 [[ΠΚΕ]]), όπως και την [[Εποχή του Σιδήρου]] (περ. 1200–586 ΠΚΕ) δηλαδή την χρονολογική περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, όταν η περιοχή κατοικείτο από τους Χανααναίους και τους Ισραηλίτες((Magness 2012, 3–6.)).
  
-Η βιβλική αρχαιολογία θεωρείται ενίοτε κλάδος της συροπαλαιστινιακής αρχαιολογίας που διεξάγεται στην περιοχή μεταξύ του σύγχρονου Ισραήλ, της Ιορδανίας, του Λιβάνου και της Συρίας και ασχολείται με εξιστορήσεις, περιγραφές και συζητήσεις της Παλαιάς και ενίοτε της Καινής Διαθήκης, από τη δεύτερη χιλιετία ΠΚΕ, την εποχή του Αβραάμ και των Πατριαρχών, μέσω της ρωμαϊκής περιόδου στην πρώτη χιλιετία((Cline 2009 3)). Συγχέεται ενίοτε με τη χριστιανική αρχαιολογία, καθώς ορισμένοι τομείς, ιδιαίτερα εκείνοι που αφορούν στις γραπτές μαρτυρίες, χρησιμοποιούνται και από τους δύο κλάδους.+Η βιβλική αρχαιολογία θεωρείται ενίοτε κλάδος της συροπαλαιστινιακής αρχαιολογίας που διεξάγεται στην περιοχή μεταξύ του σύγχρονου Ισραήλ, της Ιορδανίας, του Λιβάνου και της Συρίας και ασχολείται με εξιστορήσεις, περιγραφές και συζητήσεις της Παλαιάς και ενίοτε της Καινής Διαθήκης, από τη δεύτερη χιλιετία ΠΚΕ, την εποχή του Αβραάμ και των Πατριαρχών, μέσω της ρωμαϊκής περιόδου στην πρώτη χιλιετία((Cline 20093.)). Συγχέεται ενίοτε με τη χριστιανική αρχαιολογία, καθώς ορισμένοι τομείς, ιδιαίτερα εκείνοι που αφορούν στις γραπτές μαρτυρίες, χρησιμοποιούνται και από τους δύο κλάδους.
  
-Η χριστιανική αρχαιολογία έγινε επιστημονικός κλάδος περί τον 19ο αιώνα. Τα δομικά στοιχεία του κλάδου τέθηκαν από ερευνητές όπως ο ανατολιστής [[Γιόχαν Γιαν]] (Johann Jahn), ο [[Έντουαρντ Ρόμπινσον]] (Edward Robinson) και ο [[Φλίντερς Πέτρι]] (Sir Flinders Petrie). Κυρίαρχη μορφή της χριστιανικής αρχαιολογίας στον 20ό αιώνα υπήρξε ο [[Γουίλιαμ Φ. Όλμπραϊτ]] (William F. Albright). Ήταν εκείνος που εφάρμοσε την χριστιανική αρχαιολογία στις σύγχρονες συζητήσεις σχετικά με την προέλευση και την αξιοπιστία των βιβλικών αφηγήσεων, σε σχέση με τα ιστορικά γεγονότα που περιγράφονται στη Βίβλο((Houdmann 2014, 637)).+Η χριστιανική αρχαιολογία έγινε επιστημονικός κλάδος περί τον 19ο αιώνα. Τα δομικά στοιχεία του κλάδου τέθηκαν από ερευνητές όπως ο ανατολιστής [[Γιόχαν Γιαν]] (Johann Jahn), ο [[Έντουαρντ Ρόμπινσον]] (Edward Robinson) και ο [[Φλίντερς Πέτρι]] (Sir Flinders Petrie). Κυρίαρχη μορφή της χριστιανικής αρχαιολογίας στον 20ό αιώνα υπήρξε ο [[Γουίλιαμ Φ. Όλμπραϊτ]] (William F. Albright)((Houdmann 2014, 637.)).
  
 ====Αρχαιολογία του φύλου==== ====Αρχαιολογία του φύλου====
Γραμμή 65: Γραμμή 65:
 ====Αστική αρχαιολογία==== ====Αστική αρχαιολογία====
  
-Η [[αστική αρχαιολογία]] είναι διακριτός κλάδος, που εφαρμόζει τις αρχαιολογικές μεθόδους για τη μελέτη μεγάλων πόλεων και αστικών περιοχών, όπως επίσης και τη διαδικασία της αστικοποίησης. Οι αρχαιολόγοι που ασχολούνται με τις πόλεις, μέσω της αστικής αρχαιολογίας στρέφουν τις προσπάθειές τους σε έρευνες που σχεδιαζονται για δώσουν απαντήσεις σε αυξανόμενα σημαντικά [[ανθρωπολογία|ανθρωπολογικά]] και [[ιστορία|ιστορικά]] ερωτήματα. Το έργο τους οδηγεί, επίσης, στην αναγνώριση και καταγραφή των φυσικών πτυχών των προγενέστερων σταδίων στην ανάπτυξη της πόλης, που διαφορετικά δε θα αναγνωριζόταν. Η συχνή αντιπαράθεση αυτών των αρχαιολογικών υλικών με υπερκείμενες κατασκευές, σε αστικές τοποθεσίες που επισκέπτονται καθημερινά πολλοί άνθρωποι, προσφέρει ευκαιρίες για ένα άλλο είδος αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας μεταξύ αρχαιολόγων, ιστορικών και συντηρητών αρχιτεκτονικών [[μνημείο|μνημείων]]. Η διατήρηση και ερμηνεία αρχαιολογικών χαρακτηριστικών, ως συνιστώσες ιστορικών περιοχών, συμβάλλει στην κατανοητή ιστορική αναβίωση της πόλης, σε ένα ευρύ τμήμα του πληθυσμού της((Dickens 1982, xi)).+Η [[αστική αρχαιολογία]] είναι διακριτός κλάδος, που εφαρμόζει τις αρχαιολογικές μεθόδους για τη μελέτη μεγάλων πόλεων και αστικών περιοχών, όπως επίσης και τη διαδικασία της αστικοποίησης. Οι αρχαιολόγοι που ασχολούνται με τις πόλεις, μέσω της αστικής αρχαιολογίας στρέφουν τις προσπάθειές τους σε έρευνες που σχεδιαζονται για δώσουν απαντήσεις σε αυξανόμενα σημαντικά [[ανθρωπολογία|ανθρωπολογικά]] και [[ιστορία|ιστορικά]] ερωτήματα. Το έργο τους οδηγεί, επίσης, στην αναγνώριση και καταγραφή των φυσικών πτυχών των προγενέστερων σταδίων στην ανάπτυξη της πόλης, που διαφορετικά δε θα αναγνωρίζονταν. Η συχνή αντιπαράθεση αυτών των αρχαιολογικών υλικών με υπερκείμενες κατασκευές, σε αστικές τοποθεσίες που επισκέπτονται καθημερινά πολλοί άνθρωποι, προσφέρει ευκαιρίες για ένα άλλο είδος αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας μεταξύ αρχαιολόγων, ιστορικών και συντηρητών αρχιτεκτονικών [[μνημείο|μνημείων]]. Η διατήρηση και ερμηνεία των αρχαιολογικών χαρακτηριστικών, ως συνιστώσες ιστορικών περιοχών, συμβάλλει στην κατανοητή ιστορική αναβίωση της πόλης, σε ένα ευρύ τμήμα του πληθυσμού της((Dickens 1982, xi)).
  
 ====Βιομηχανική αρχαιολογία==== ====Βιομηχανική αρχαιολογία====
  
-Όρος που εισήχθη από τον [[Ντόναλντ Ντάντλι]] (Donald Dudley) το 1950 για να περιγράψει τον αναδυόμενο τότε κλάδο της αρχαιολογίας, η οποία ασχολείτο ιδιαίτερα με μνημεία και δομές χρονολογημένες από τη Βιομηχανική Επανάσταση και μεταγενέστερα. Ωστόσο, το πεδίο του συγκεκριμένου κλάδου διευρύνθηκε για να περιλάβει τη βιομηχανία και τις επικοινωνίες οποιασδήποτε παρελθούσας εποχής. Εξαιτίας των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων που ανακύπτουν από ένα τέτοιο ερευνητικό πεδίο, η αρχαιολογία στην προκειμένη περίπτωση συνεργάζεται με άλλους επιστημονικούς κλάδους ή τέχνες, όπως είναι η μηχανική, η αρχιτεκτονική, η οικοδομική, η ναυπηγική και η υφαντική, όπως επίσης και με ειδικούς άλλων ιδιαίτερων πεδίων των τεχνών ή της παραγωγικής διαδικασίας (τεχνικούς εξορύξεων, μεταλλουργούς, ναυπηγούς, υφαντές κ.ά.). Αν και μοιράζεται πολλές μεθόδους με άλλους τομείς της αρχαιολογίας, το γενικό της εννοιολογικό πλαίσιο είναι θεμελιωμένο στην περιγραφή και την έρευνα και συνεπώς η γενική αρχαιολογική θεωρία βρίσκει μικρή εφαρμογή στην περίπτωσή της. Εντούτοις μια τέτοια εφαρμογή είναι πιθανώς περισσότερο από αναγκαία, γιατί μπορεί να αναδείξει ευρύτερες κοινωνικές πρακτικές του παρελθόντος μέσω των υλικών ευρημάτων και της ερμηνείας τους((Hudson 2015, 11–21.)).+Η [[βιομηχανική αρχαιολογία]] ως όρος που εισήχθη από τον [[Ντόναλντ Ντάντλι]] (Donald Dudley) το 1950 για να περιγράψει τον αναδυόμενο τότε κλάδο της αρχαιολογίας, η οποία ασχολείτο ιδιαίτερα με μνημεία και δομές χρονολογημένες από τη Βιομηχανική Επανάσταση και μεταγενέστερα. Ωστόσο, το πεδίο του συγκεκριμένου κλάδου διευρύνθηκε για να περιλάβει τη βιομηχανία και τις επικοινωνίες οποιασδήποτε παρελθούσας εποχής. Εξαιτίας των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων που ανακύπτουν από ένα τέτοιο ερευνητικό πεδίο, η αρχαιολογία στην προκειμένη περίπτωση συνεργάζεται με άλλους επιστημονικούς κλάδους ή τέχνες, όπως είναι η μηχανική, η αρχιτεκτονική, η οικοδομική, η ναυπηγική και η υφαντική, όπως επίσης και με ειδικούς άλλων ιδιαίτερων πεδίων των τεχνών ή της παραγωγικής διαδικασίας (τεχνικούς εξορύξεων, μεταλλουργούς, ναυπηγούς, υφαντές κ.ά.). Αν και μοιράζεται πολλές μεθόδους με άλλους τομείς της αρχαιολογίας, το γενικό της [[εννοιολογικό πλαίσιο]] είναι θεμελιωμένο στην περιγραφή και την έρευνα και συνεπώς η γενική αρχαιολογική θεωρία βρίσκει μικρή εφαρμογή στην περίπτωσή της. Εντούτοιςμια τέτοια εφαρμογή είναι πιθανώς περισσότερο από αναγκαία, γιατί μπορεί να αναδείξει ευρύτερες κοινωνικές πρακτικές του παρελθόντος μέσω των υλικών ευρημάτων και της ερμηνείας τους((Hudson 2015, 11–21.)).
  
 ====Γνωσιακή ή γνωστική αρχαιολογία==== ====Γνωσιακή ή γνωστική αρχαιολογία====
Γραμμή 77: Γραμμή 77:
 ====Κοινωνική αρχαιολογία==== ====Κοινωνική αρχαιολογία====
  
-Διακριτός κλάδος η [[κοινωνική αρχαιολογία]] που αναπτύχθηκε το 1970 από τον Colin Renfrew και άλλους που θεωρούν ότι η κατανόηση του αρχαιολογικού παρελθόντος χρειάζεται να περιλαμβάνει την αναδόμηση των αρχαίων κοινωνιών και των κοινωνικών πρακτικών στο σύνολό τους. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική τα τεχνουργήματα και τα άλλα αρχαιολογικά ευρήματα ερμηνεύονται μέσω του κοινωνικού τους εννοιολογικού πλαισίου και η έρευνα εστιάζεται σε συστήματα, οργανισμούς και κοινωνική οργάνωση, πριν προσπαθήσει να κατανοήσει το ρόλο των ατόμων και των πράξεών τους. Ουσιαστικά πρόκειται για μια άλλη πτυχή της αρχαιολογίας που αναδύεται παράλληλα με την διερεύνηση των εξελικτικών συσχετίσεων και την μελέτη του παρεθόντος. Η κοινωνική αρχαιολογία διερευνά τους τρόπους με τους οποίους εκφράζουν τον εαυτό τους οι άνθρωποι με τις πράξεις τους, τα αντικείμενα που συλλέγουν και χρησιμοποιούν, εκείνα που απορρίπτουν, εκείνα που εκτιμούν ή θεωρούν δεδομένα. Συνδέεται με το πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι τη σχέση τους με τον εαυτό τους και τους «άλλους», με την κοινωνία και την ιστορία, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν πλαίσιο. Περιλαμβάνει, επίσης, την εκτίμηση των πολλαπλών συνεπειών της ίδιας της ύπαρξής μας στον κόσμο. Αυτή η προοπτική περιλαμβάνεται σε οργανώσεις και θεσμούς που δημιουργούνται για τη διατήρηση του παρελθόντος, όπως η Αγγλική Κληρονομιά, η UNESCO, η Διαχείριση Πολιτιστικών Πόρων, το Λούβρο και τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς((Meskell and  Preucel 2007, 13.)).+Διακριτός κλάδος η [[κοινωνική αρχαιολογία]] που αναπτύχθηκε το 1970 από τον Κόλιν Ρένφριου (Colin Renfrewκαι άλλους που θεωρούν ότι η κατανόηση του αρχαιολογικού παρελθόντος χρειάζεται να περιλαμβάνει την αναδόμηση των αρχαίων κοινωνιών και των κοινωνικών πρακτικών στο σύνολό τους. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική τα τέχνεργα και τα άλλα αρχαιολογικά ευρήματα ερμηνεύονται μέσω του κοινωνικού τους εννοιολογικού πλαισίου και η έρευνα εστιάζεται σε συστήματα, οργανισμούς και κοινωνική οργάνωση, πριν προσπαθήσει να κατανοήσει το ρόλο των ατόμων και των πράξεών τους. Ουσιαστικάπρόκειται για μια άλλη πτυχή της αρχαιολογίας που αναδύεται παράλληλα με την διερεύνηση των εξελικτικών συσχετίσεων και την μελέτη του παρεθόντος. Η κοινωνική αρχαιολογία διερευνά τους τρόπους με τους οποίους εκφράζουν τον εαυτό τους οι άνθρωποι με τις πράξεις τους, τα αντικείμενα που συλλέγουν και χρησιμοποιούν, εκείνα που απορρίπτουν, εκείνα που εκτιμούν ή θεωρούν δεδομένα. Συνδέεται με το πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι τη σχέση τους με τον εαυτό τους και τους «άλλους», με την κοινωνία και την ιστορία, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν. Περιλαμβάνει, επίσης, την εκτίμηση των πολλαπλών συνεπειών της ίδιας της ύπαρξής μας στον κόσμο. Αυτή η προοπτική περιλαμβάνεται σε οργανώσεις και θεσμούς που δημιουργούνται για τη διατήρηση του παρελθόντος, όπως η Αγγλική Κληρονομιά, η UNESCO, η Διαχείριση Πολιτιστικών Πόρων, το Λούβρο και τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς((Meskell and  Preucel 2007, 13.)).
 ====Περιβαλλοντική αρχαιολογία==== ====Περιβαλλοντική αρχαιολογία====
  
-Ο συγκεκριμένος κλάδος σχετίζεται ιδιαίτερα με την καταγραφή και την κατανόηση του φυσικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο λειτουργούσε κάποιο ιδιαίτερο πολιτισμικό σύστημα. Το θεωρητικό σώμα περιβαλλοντισκής αρχαιολογίας βασίζεται κυρίως σε [[Γεωλογία|γεωλογικές]] και [[Βιολογία|βιολογικές]] [[Θεωρία|θεωρίες]] και πρακτικές((Branch, Nick ''et al'' 2005, 1.)). Το επίκεντρο ενός τέτοιου έργου είναι ενίοτε συγχρονικό σε ό,τι αφορά στην προσπάθεια αναδόμησης μιας εικόνας της χρήσης της γης σε ένα αρχαιολογικό τόπο ή γύρω από αυτόν σε μια ιδιαίτερη φάση της ιστορίας του. Άλλοτε το έργο γίνεται διαχρονικό, όταν οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να κατανοήσουν -για παράδειγμα- την μεταβαλλόμενη φύση της βλάστησης ή την πανίδα ενός τόπου. Το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης αρχαιολογικής έρευνας στρέφεται στην δυναμική των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους και το περιβάλλον τους, όπως επίσης και στα συμβολικά νοήματα που απέδιδαν οι άνθρωποι του παρελθόντος σε ιδιαίτερα φυτά, ζώα ή διαμορφώσεις της γης που κατείχαν.+Ο [[περιβαλλοντκή αρχαιολογία|συγκεκριμένος κλάδος]] σχετίζεται ιδιαίτερα με την καταγραφή και την κατανόηση του φυσικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο λειτουργούσε κάποιο ιδιαίτερο πολιτισμικό σύστημα. Το θεωρητικό σώμα περιβαλλοντισκής αρχαιολογίας βασίζεται κυρίως σε [[Γεωλογία|γεωλογικές]] και [[Βιολογία|βιολογικές]] [[Θεωρία|θεωρίες]] και πρακτικές((Branch, Nick //et al.// 2005, 1.)). Το επίκεντρο ενός τέτοιου έργου είναι ενίοτε συγχρονικό σε ό,τι αφορά στην προσπάθεια αναδόμησης μιας εικόνας της χρήσης της γης σε ένα [[αρχαιολογική θέση|αρχαιολογικό τόπο]] ή γύρω από αυτόν σε μια ιδιαίτερη φάση της ιστορίας του. Άλλοτε το έργο γίνεται διαχρονικό, όταν οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να κατανοήσουν -για παράδειγμα- την μεταβαλλόμενη φύση της βλάστησης ή την πανίδα ενός τόπου. Το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης αρχαιολογικής έρευνας στρέφεται στη δυναμική των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους και το περιβάλλον τους, όπως επίσης και στα συμβολικά νοήματα που απέδιδαν οι άνθρωποι του παρελθόντος σε ιδιαίτερα φυτά, ζώα ή διαμορφώσεις της γης.
  
 ====Μαρξιστική αρχαιολογία==== ====Μαρξιστική αρχαιολογία====
Γραμμή 92: Γραμμή 92:
 ====Σωστική αρχαιολογία==== ====Σωστική αρχαιολογία====
  
-Όρος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη Βρετανία στη δεκατία 1960-1970 για την αρχαιολογία πεδίου που έχει ως στόχο της την διάσωση απειλούμενων αρχαιολογικών πεδίων. Η αυξανόμενη καταστροφή αρχαιολογικών τόπων εξαιτίας της υπέρμετρης αστικής ανάπτυξης και της κατασκευής μεγάλων λεωφόρων οδήγησε στην νομοθετική κατοχύρωση της σωστικής αρχαιολογίας. Μειονέκτημα της σωστικής αρχαιολογίας και των σωστικών ανασκαφών γενικότερα θεωρείται το ότι είναι συνήθως επιλεκτική ως προς το τι εξετάζει, εξαιτίας της πίεσης του χρόνου, όπως επίσης και το γεγονός ότι δεν μπορεί για τον ίδιο λόγο να εφαρμόσει σύγχρονες και εξελιγμένες τεχνικές ανασκαφής. Οι σωστικές [[ανασκαφή (αρχαιολογία)|ανασκαφές]] διενεργούνται σε αρχαιολογικές θέσεις που κινδυνεύουν από φυσικές ή ανθρώπινες καταστροφές, όπως είναι οι βαριές βιομηχανικές δραστηριότητες, οι οικοδομικές πιέσεις του αστικού περιβάλλοντος, οι βαθειές γεωργικές αρόσεις και οι [[λαθρανασκαφή|λαθρανασκαφές]], προκειμένου να καταγραφούν τα απαραίτητα αρχαιολογικά δεδομένα((Κουκουζέλη et al 2001, 149.)).+Όρος [[σωστική αρχαιολογία]] πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη Βρετανία κατά τη δεκατία 1960-1970 για την αρχαιολογία πεδίου που έχει ως στόχο της την διάσωση απειλούμενων αρχαιολογικών πεδίων. Η αυξανόμενη καταστροφή αρχαιολογικών τόπων εξαιτίας της υπέρμετρης αστικής ανάπτυξης και της κατασκευής μεγάλων λεωφόρων οδήγησε στην νομοθετική κατοχύρωση της σωστικής αρχαιολογίας. Μειονέκτημα της σωστικής αρχαιολογίας και των σωστικών ανασκαφών γενικότερα θεωρείται το ότι είναι συνήθως επιλεκτική ως προς το τι εξετάζει, εξαιτίας της πίεσης του χρόνου, όπως επίσης και το γεγονός ότι δεν μπορεί για τον ίδιο λόγο να εφαρμόσει σύγχρονες και εξελιγμένες τεχνικές ανασκαφής. Οι σωστικές [[αρχαιολογική ανασκαφή|ανασκαφές]] διενεργούνται σε αρχαιολογικές θέσεις που κινδυνεύουν από φυσικές ή ανθρώπινες καταστροφές, όπως είναι οι βαριές βιομηχανικές δραστηριότητες, οι οικοδομικές πιέσεις του αστικού περιβάλλοντος, οι βαθειές γεωργικές αρόσεις και οι [[λαθρανασκαφή|λαθρανασκαφές]], προκειμένου να καταγραφούν τα απαραίτητα αρχαιολογικά δεδομένα((Κουκουζέλη et al 2001, 149.)).
  
 ====Υποβρύχια αρχαιολογία==== ====Υποβρύχια αρχαιολογία====
Γραμμή 100: Γραμμή 100:
 ====Ψευδοαρχαιολογία==== ====Ψευδοαρχαιολογία====
  
-Ενίοτε αποκαλείται από τους υποστηρικτές της και απαγορευμένη αρχαιολογία. Πρόκειται για ένα ευρύ φάσμα  ασύνδετων θεμάτων και προσεγγίσεων που ερμηνεύουν με μη επιστημονικό τρόπο ή ''κατά το δοκούν'' τις αρχαιολογικές μαρτυρίες. Ανάμεσα στα θέματα με τα οποία ασχολείται είναι ο εντοπισμός της Ατλαντίδας, η ιδέα ότι αστροναύτες από άλλους κόσμους επισκέφθηκαν τη γη στο παρελθόν ή η ύπαρξη ενεργειακών]] συνδέσεων ανάμεσα σε αρχαιολογικούς τόπους, οι γραμμές "λέι" κ.λπ.((Κουκουζέλη //et al// 2000, 17–85.)). Αν και εξοβελισμένη από την ακαδημαϊκή κοινότητα, η απαγορευμένη αρχαιολογία πολλές φορές ασχολείται με ζητήματα ερμηνείας της [[αρχαιολογική μαρτυρία|αρχαιολογικής μαρτυρίας]], για τα οποία η αρχαιολογία δεν έχει ή δεν μπορεί να παράσχει ερμηνείες, αυτοπεριοριζόμενη στο αυστηρό [[εννοιολογικό πλαίσιο|εννοιολογικό πλαίσιό]] της.+Ενίοτε αποκαλείται από τους υποστηρικτές της και απαγορευμένη αρχαιολογία. Πρόκειται για ένα ευρύ φάσμα  ασύνδετων θεμάτων και προσεγγίσεων που ερμηνεύουν με μη επιστημονικό τρόπο ή κατά το δοκούν τις αρχαιολογικές μαρτυρίες. Ανάμεσα στα θέματα με τα οποία ασχολείται είναι ο εντοπισμός της Ατλαντίδας, η ιδέα ότι αστροναύτες από άλλους κόσμους επισκέφθηκαν τη γη στο παρελθόν ή η ύπαρξη ενεργειακών]] συνδέσεων ανάμεσα σε αρχαιολογικούς τόπους, οι γραμμές "λέι" κ.λπ.((Κουκουζέλη //et al// 2000, 17–85.)). Αν και εξοβελισμένη από την ακαδημαϊκή κοινότητα, η απαγορευμένη αρχαιολογία πολλές φορές ασχολείται με ζητήματα ερμηνείας της [[αρχαιολογική μαρτυρία|αρχαιολογικής μαρτυρίας]], για τα οποία η αρχαιολογία δεν έχει ή δεν μπορεί να παράσχει ερμηνείες, αυτοπεριοριζόμενη στο αυστηρό [[εννοιολογικό πλαίσιο|εννοιολογικό πλαίσιό]] της.
  
  
αρχαιολογία.1666276897.txt.gz · Τελευταία τροποποίηση: 2022/10/20 17:41 από ms_1

Εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά, το περιεχόμενο σε αυτο το wiki διέπεται από την ακόλουθη άδεια: CC Attribution-Share Alike 4.0 International
CC Attribution-Share Alike 4.0 International Donate Powered by PHP Valid HTML5 Valid CSS Driven by DokuWiki