Συμπεριφορική αρχαιολογία

Από archaeology
Πήδηση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση

Η συμπεριφορική αρχαιολογία (behavioral archaeology) αποτελεί μια σημαντική θεωρητική κατεύθυνση στην αρχαιολογία, η οποία εστιάζει στη μελέτη των σχέσεων μεταξύ ανθρώπινης συμπεριφοράς και υλικού πολιτισμού σε όλα τα χρονικά και χωρικά πλαίσια[1]. Αυτή η προσέγγιση αναπτύχθηκε ως απάντηση στις ελλείψεις της διαδικαστικής αρχαιολογίας, επιδιώκοντας να δημιουργήσει ένα πλαίσιο για επιστημονικές ερμηνείες βασισμένες σε γενικούς νόμους. Σύμφωνα με τον Μάικλ Μπράιαν Σίφερ (Michael B. Schiffer), συνιδρυτή της, η συμπεριφορική αρχαιολογία επαναπροσδιορίζει την αρχαιολογία ως επιστήμη που εξετάζει τις αλληλεπιδράσεις ανθρώπων και αντικειμένων, χωρίς να περιορίζεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές θεωρίες[2]. Σήμερα, η προσέγγιση αυτή εφαρμόζεται σε πειραματικές μελέτες και ερμηνείες του αρχαιολογικού αρχείου, ενσωματώνοντας στοιχεία από την εθνοαρχαιολογία και την πειραματική αρχαιολογία. Ωστόσο, υπάρχει κριτική ότι μπορεί να υπεραπλουστεύει τις ιστορικές ιδιαιτερότητες, όπως φαίνεται από συγκρίσεις με άλλες θεωρίες.

Ιστορική ανάπτυξη

Η συμπεριφορική αρχαιολογία εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, με κύριους εκπροσώπους τον Μάικλ Σίφερ, τον Τζέφερσον Ράιντ (J. Jefferson Reid) και τον Γουίλιαμ Ράτχε (William Rathje)[3] Αυτή η ομάδα ανέπτυξε την προσέγγιση ως αντίδραση στις περιορισμένες δυνατότητες της διαδικαστικής αρχαιολογίας, η οποία εστίαζε σε συστημικές διαδικασίες αλλά αγνοούσε τις λεπτομέρειες των αλληλεπιδράσεων με τον υλικό πολιτισμό. Ο Schiffer πρότεινε αρχικά την ιδέα σε εργασίες του το 1972 και 1976, προτείνοντας μια παράδοση βασισμένη σε τέσσερις στρατηγικές: εθνοαρχαιολογία, πειραματική αρχαιολογία, μελέτες σύγχρονου υλικού πολιτισμού και αρχαιολογική ερμηνεία[4].

Κατά τις επόμενες δεκαετίες, η θεωρία εξελίχθηκε μέσα από βιβλία και άρθρα, όπως το "Formation Processes of the Archaeological Record" του Schiffer το 1987, το οποίο εστίασε στις διαδικασίες σχηματισμού του αρχαιολογικού υλικού[5]. Η προσέγγιση επεκτάθηκε σε θέματα τεχνολογικής αλλαγής και σύγχρονων βιομηχανικών τεχνολογιών, με τον Σίφερ να συμβάλλει σε πειραματικές μελέτες. Το 2010, σε φόρουμ της Εταιρείας για την Αμερικανική Αρχαιολογία [Society for American Archaeology], η συνεισφορά του Σίφερ αξιολογήθηκε από άλλους επιστήμονες, επιβεβαιώνοντας την επιρροή της σε σύγχρονες θεωρίες. [6]. Σήμερα, η συμπεριφορική αρχαιολογία ενσωματώνεται σε πειραματικές προσεγγίσεις, όπως η επέκταση της πειραματικής αρχαιολογίας με πλαίσια όπως το Triple P (Perception-Process-Product)[7].

Βασικές αρχές

Οι βασικές αρχές της συμπεριφορικής αρχαιολογίας βασίζονται στην ιδέα ότι η αρχαιολογία πρέπει να εστιάζει σε νόμους και γενικεύσεις που συνδέουν παρατηρήσεις από το αρχαιολογικό αρχείο με παρελθούσες συμπεριφορές[8]. Ο Σίφερ ορίζει την αρχαιολογία ως μελέτη των σχέσεων μεταξύ συμπεριφοράς και υλικού πολιτισμού, χρησιμοποιώντας νομοθετικού τύπου δηλώσεις (lawlike statements) για ερμηνείες. Μια κεντρική αρχή είναι η διάκριση μεταξύ συστημικού και αρχαιολογικού πλαισίου, όπου τα αντικείμενα μεταβαίνουν από ενεργή χρήση σε απόθεση[9]. Η προσέγγιση είναι νομοθετική (nomothetic), αναζητώντας διαχρονικούς και διαχωρικούς κανόνες, όπως η υπόθεση ΜακΚέλερ (Mckellar Hypothesis) για μικρά αντικείμενα σε σπάνια χρησιμοποιούμενες περιοχές[10]. Ενσωματώνει τέσσερεις στρατηγικές για τη δημιουργία γνώσης. Η δεύτερη στρατηγική, για παράδειγμα, εστιάζει σε γενικά ερωτήματα στον σύγχρονο υλικό πολιτισμό για την απόκτηση νόμων[11]. Επίσης, η θεωρία αναγνωρίζει τις αλληλεπιδράσεις ως βασικές, επιτρέποντας ευελιξία σε ερμηνείες της αλλαγής χωρίς προνομιακές κοινωνικές θεωρίες[12].

Διαφορές με άλλες προσεγγίσεις

Η συμπεριφορική αρχαιολογία διαφέρει σημαντικά από την εξελικτική αρχαιολογία, όπως αναλύεται σε μελέτες. Η εξελικτική βλέπει τα αντικείμενα ως φαινοτυπικά χαρακτηριστικά διαμορφωμένα από επιλογή και drift, εστιάζοντας σε ιστορικές γραμμές (lineages)[13]. Αντίθετα, η συμπεριφορική είναι ουσιαστική (essentialist), αναζητώντας διαχρονικούς νόμους και συγχέοντας αμετάβλητες (immanent) και ιστορικά εξαρτώμενες (configurational) ιδιότητες[14]. Αυτές οι ασυμβατότητες περιλαμβάνουν την χρήση αναλογίας. Η συμπεριφορική αρχαιολογία χρησιμοποιεί σύγχρονες αναλογίες για όλες τις παρελθούσες συμπεριφορές, ενώ η εξελικτική διακρίνει ιστορικά συμφραζόμενα[15]

Αυτές οι διαφορές δείχνουν ότι, ενώ η συμπεριφορική προσφέρει εργαλεία για ερμηνεία, μπορεί να αγνοεί την ιστορική πολυπλοκότητα[16]. Σε σύγχρονες εφαρμογές, όπως η πειραματική αρχαιολογία, η συμπεριφορική ενσωματώνεται για να διευρύνει την κατανόηση των παραλλαγών[17].

Εφαρμογές

Στις εφαρμογές, η συμπεριφορική αρχαιολογία χρησιμοποιείται για την ανάλυση διαδικασιών σχηματισμού, όπως σε μελέτες απόθεσης απορριμμάτων (garbage archaeology). [18] Σε πειραματικές μελέτες, επεκτείνεται με πλαίσια όπως το Triple P, που εξετάζει παραλλαγές σε αντίληψη, διαδικασία και προϊόν, ενσωματώνοντας εθνογραφικά δεδομένα. [19] Παραδείγματα περιλαμβάνουν ανάλυση εργαλείων και τεχνολογικών συμβιβασμών[20] Η προσέγγιση εφαρμόζεται επίσης σε σύγχρονα πλαίσια, όπως βιομηχανικές τεχνολογίες, βοηθώντας στην κατανόηση της τεχνολογικής αλλαγής[21].

Η συμπεριφορική αρχαιολογία προσφέρει ένα ισχυρό πλαίσιο για την ερμηνεία του υλικού πολιτισμού, βασισμένη σε επιστημονικούς νόμους και αλληλεπιδράσεις. Παρά τις κριτικές για ασυμβατότητες με άλλες θεωρίες, παραμένει σχετική σε σύγχρονες έρευνες, όπως φαίνεται από επεκτάσεις σε πειραματικές μεθόδους[22]. Η συνεισφορά της στην αρχαιολογία είναι αναμφισβήτητη, ενθαρρύνοντας περαιτέρω τον διάλογο μεταξύ διαφορετικών προσεγγίσεων.

Παραπομπές

  1. Skibo and Reid 2011, 274.
  2. Skibo and Reid 2011, 275.
  3. Skibo and Reid 2011, 273.
  4. Skibo and Reid 2011, 274.
  5. Lyman and O'Brien 1998, 488.
  6. Skibo and Reid 2011, 276.
  7. Marwick 2024, 378.
  8. Lyman and O'Brien 1998, 488.
  9. Lyman and O'Brien 1998, 492.
  10. Lyman and O'Brien 1998, 493.
  11. Marwick 2024, 377.
  12. Skibo and Reid 2011, 275.
  13. Lyman and O'Brien 1998, 487.
  14. Lyman and O'Brien 1998, 492.
  15. Lyman and O'Brien 1998, 494.
  16. Lyman and O'Brien 1998, 495.
  17. Marwick 2024, 379.
  18. Skibo and Reid 2011: 275
  19. Marwick 2024: 380
  20. Lyman and O'Brien 1998: 489
  21. Skibo and Reid 2011, 276.
  22. Marwick 2024, 388.

Βιβλιογραφία

  • Lyman, R. L., and M. J. O'Brien. 1998. Basic Incompatibilities between Evolutionary and Behavioral Archaeology. American Antiquity 63(3):485-498. https://doi.org/10.2307/2694632
  • Marwick, B. 2024. Variation Matters: Expanding the Scope of Experimental Archaeology. Advances in Archaeological Practice 12(3):375-389. https://doi.org/10.1017/aap.2024.30
  • Skibo, J. M., and J. J. Reid. 2011. Introduction to Assessing Michael Brian Schiffer and His Behavioral Archaeology. Journal of Archaeological Method and Theory 18(4):273-277. https://doi.org/10.1007/s10816-011-9117-0