Πολιτισμός (αρχαιολογία)
Η έννοια του «αρχαιολογικού πολιτισμού» αποτελεί έναν από τους πλέον θεμελιώδεις και ταυτόχρονα προβληματικούς όρους της αρχαιολογικής επιστήμης. Από την αυγή της επιστημονικής αρχαιολογίας τον 19ο αιώνα έως τις σύγχρονες μεταμοντέρνες θεωρήσεις, ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει, να ταξινομήσει και να ερμηνεύσει τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι αρχαιολόγοι ορίζουν, αναγνωρίζουν και ερμηνεύουν έναν «πολιτισμό» είναι ουσιώδης, όχι μόνο για την ερμηνεία των δεδομένων, αλλά και για τη συγκρότηση της ίδιας της αρχαιολογικής γνώσης [1].
Η ιστορική ανάδυση της έννοιας του πολιτισμού στην αρχαιολογία
Η έννοια του «πολιτισμού» (culture) εισήχθη στην αρχαιολογία κατά τον 19ο αιώνα, κυρίως μέσα από τη γερμανική παράδοση του Kulturkreislehre, η οποία θεωρούσε τους πολιτισμούς ως γεωγραφικά και χρονικά οριοθετημένες ενότητες με κοινά χαρακτηριστικά [2]. Ο Βηρ Γκόρντον Τσάιλντ, στο κλασικό έργο Ο Δούναβης στην Προϊστορία (The Danube in Prehistory}, συνέδεσε την αρχαιολογική κουλτούρα με ένα σύνολο υλικών γνωρισμάτων (π.χ. μορφές κεραμεικής, ταφικά έθιμα, τεχνολογικές πρακτικές) που απηχούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες[3].
Η προσέγγιση αυτή αποτέλεσε για δεκαετίες το θεμέλιο της αρχαιολογικής ερμηνείας, επιτρέποντας τη συστηματική ταξινόμηση των αρχαιολογικών δεδομένων και την οριοθέτηση των «πολιτισμών» όπως ο Μινωικός, ο Μυκηναϊκός ή ο Κυκλαδικός πολιτισμός. Ωστόσο, ήδη από τα μέσα του 20ού αιώνα, άρχισαν να αναδύονται κριτικές φωνές που επισήμαιναν τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης. Η ταύτιση των πολιτισμών με εθνοτικές ή «φυλετικές» ομάδες οδηγούσε σε πολιτισμικό ουσιοκρατισμό [4].
Η «πολιτισμολογική» (culture-historical) αρχαιολογία, παρά τη συστηματικότητά της, αντιμετώπιζε δυσκολία να ερμηνεύσει κοινωνικές διεργασίες, μεταβολές και αλληλεπιδράσεις. Ο πολιτισμός παρουσιαζόταν ως στατική οντότητα, περισσότερο ως συλλογή χαρακτηριστικών παρά ως δυναμική κοινωνική διαδικασία[5].
Από τον πολιτισμό στη διαδικασία: Η νέα αρχαιολογία και οι κοινωνικές θεωρήσεις
Κατά τη δεκαετία του 1960, η λεγόμενη «Νέα Αρχαιολογία» ή «Διαδικαστική Αρχαιολογία» (Processual Archaeology) επιχείρησε να επαναπροσδιορίσει ριζικά την έννοια του πολιτισμού. Ο Λιούις Μπίνφορντ υποστήριξε ότι ο πολιτισμός πρέπει να νοείται ως ένα λειτουργικό σύστημα αλληλεπιδρώντων υποσυστημάτων —τεχνολογικών, οικονομικών, κοινωνικών και ιδεολογικών— το οποίο μπορεί να μελετηθεί με επιστημονικές μεθόδους[6].
Η νέα αυτή θεώρηση μετέτρεψε τον αρχαιολογικό πολιτισμό από στατική περιγραφική κατηγορία σε αναλυτικό εργαλείο, που επιτρέπει τη διερεύνηση κοινωνικών μηχανισμών, προσαρμογών και μεταβολών. Παράλληλα, η εφαρμογή ποσοτικών μεθόδων, στατιστικών αναλύσεων και αρχαιολογικής επιστήμης (γεωαρχαιολογία, αρχαιομετρία]]) ενίσχυσε την αντίληψη της αρχαιολογίας ως φυσικής κοινωνικής επιστήμης[7].
Ωστόσο, η διαδικαστική προσέγγιση επικρίθηκε για την υπερβολική της έμφαση στη λειτουργικότητα και την αδιαφορία για την ανθρώπινη υποκειμενικότητα και το νόημα. Από τη δεκαετία του 1980, το μεταμοντέρνο ρεύμα της «Μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας» (Postprocessual Archaeology) ανέδειξε τον πολιτισμό ως πεδίο συμβολικής έκφρασης, νοήματος και εξουσίας. Ο Ίαν Χόντερ υποστήριξε ότι τα υλικά κατάλοιπα δεν αντικατοπτρίζουν απλώς κοινωνικές δομές, αλλά συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων και ταυτοτήτων[8].
Έτσι, ο αρχαιολογικός πολιτισμός παύει να αποτελεί αντικείμενο απλής ταξινόμησης και μετατρέπεται σε δυναμική πρακτική κατασκευής νοήματος.
Ο πολιτισμός ως ερμηνευτικό πλαίσιο: Υλική κουλτούρα και πρακτικές ταυτότητας== Στη σύγχρονη αρχαιολογική θεωρία, ο πολιτισμός προσεγγίζεται όλο και περισσότερο μέσα από την έννοια της υλικής κουλτούρας (material culture). Η υλική κουλτούρα θεωρείται πλέον φορέας νοήματος και επικοινωνίας, που επιτρέπει τη διερεύνηση ζητημάτων όπως η κοινωνική ταυτότητα, το φύλο, η μνήμη και η εξουσία[9]. Η μετάβαση αυτή αντανακλά τη στροφή της αρχαιολογίας προς ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές θεωρήσεις, όπου ο πολιτισμός δεν είναι ένα σταθερό σύνολο αξιών αλλά μια διαδικασία διαρκούς διαπραγμάτευσης.
Οι μελέτες της αρχαιολογίας του φύλου, για παράδειγμα, ανέδειξαν τον ρόλο των υλικών πρακτικών στη διαμόρφωση έμφυλων ταυτοτήτων, επισημαίνοντας ότι οι κοινωνικές διαφορές εκφράζονται και μέσα από την αρχιτεκτονική, τα ταφικά έθιμα ή την κατανάλωση[10]. Αντίστοιχα, η μετααποικιακή αρχαιολογία τόνισε τη σημασία της πολιτισμικής υβριδικότητας και των διαδικασιών πολιτισμικής συνύπαρξης, αποδομώντας τα δυτικά σχήματα «κέντρου» και «περιφέρειας»[11].
Η σύγχρονη συζήτηση για τον αρχαιολογικό πολιτισμό εντάσσεται επίσης σε ένα πλαίσιο πολιτισμικής πολιτικής. Η ανασκαφική και μουσειακή πρακτική δεν είναι ουδέτερη. Συνδέεται με ζητήματα εθνικής ταυτότητας, ιδιοκτησίας και εκπροσώπησης του παρελθόντος[12]. Ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται ένας πολιτισμός επηρεάζει όχι μόνο την επιστημονική ερμηνεία αλλά και την κοινωνική πρόσληψη της αρχαιολογίας, καθώς και τις διεκδικήσεις πολιτιστικής κληρονομιάς.
Έτσι, ο αρχαιολογικός πολιτισμός αποτελεί πλέον περισσότερο ένα δίκτυο σχέσεων παρά ένα σύνολο αντικειμένων. Είναι το αποτέλεσμα διαρκών διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, αρχαιολόγους και κοινότητες, επιστήμη και πολιτική[13].
Μεθοδολογικές και εππιστημολογικές προεκτάσεις
Η σύγχρονη αρχαιολογία επιχειρεί να συνδυάσει τις ποσοτικές και επιστημονικές μεθόδους με ανθρωπολογικές και κοινωνικές προσεγγίσεις. Η ψηφιακή αρχαιολογία, για παράδειγμα, αξιοποιεί τεχνολογίες GIS, 3D μοντελοποίησης και εξόρυξης δεδομένων για να ανασυνθέσει πολιτισμικά τοπία και δίκτυα αλληλεπίδρασης[14].
Παράλληλα, η αρχαιολογία τοπίου (landscape archaeology) μετατοπίζει την έμφαση από τα μεμονωμένα μνημεία προς την κατανόηση του πολιτισμικού χώρου ως δυναμικού πεδίου μνήμης και πρακτικών[15]. Η έννοια του πολιτισμού, σε αυτό το πλαίσιο, δεν περιορίζεται στα αντικείμενα, αλλά επεκτείνεται στις χωρικές και κοινωνικές σχέσεις που τα περιβάλλουν.
Τέλος, η αναστοχαστική διάσταση της αρχαιολογίας ενισχύει την ανάγκη αυτοκριτικής επίγνωσης: ο αρχαιολόγος δεν είναι ουδέτερος παρατηρητής αλλά ενεργός παραγωγός πολιτισμικών αφηγήσεων[16]. Ο «αρχαιολογικός πολιτισμός», επομένως, δεν είναι μόνο αντικείμενο έρευνας, αλλά και προϊόν ερμηνευτικής κατασκευής.
Συμπερασματικά
Η πορεία της έννοιας του αρχαιολογικού πολιτισμού αντανακλά την ίδια την εξέλιξη της αρχαιολογικής σκέψης. Από τα πρώτα ταξινομικά σχήματα του 19ου αιώνα έως τις σύγχρονες διαλογικές και αναστοχαστικές θεωρήσεις, ο πολιτισμός αναδεικνύεται ως έννοια πολλαπλών επιπέδων: περιγραφική, αναλυτική, συμβολική και πολιτική.
Η κατανόησή του απαιτεί σήμερα μια διεπιστημονική οπτική, όπου οι επιστημονικές μέθοδοι συνυπάρχουν με ανθρωπολογικές, κοινωνιολογικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Ο αρχαιολογικός πολιτισμός δεν μπορεί πλέον να νοηθεί ως στατικό σύνολο χαρακτηριστικών, αλλά ως διαδικασία παραγωγής νοήματος μέσα από τη σχέση ανθρώπων και υλικού κόσμου.
Η σύγχρονη αρχαιολογία, αναγνωρίζοντας τον πολιτισμό ως δυναμική έννοια, επιχειρεί να κατανοήσει όχι απλώς το παρελθόν, αλλά και το πώς το παρελθόν διαμορφώνει το παρόν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο αρχαιολογικός πολιτισμός παραμένει ένα κεντρικό αλλά διαρκώς μεταβαλλόμενο εργαλείο κατανόησης της ανθρώπινης εμπειρίας στον χρόνο.
Παραπομπές
- ↑ Trigger 2006, 15–18.
- ↑ Childe 1929, 3–7.
- ↑ Childe 1956, 8–10.
- ↑ Clark 1968, 52–55
- ↑ Binford 1962, 218–222.
- ↑ Binford 1965, 205–210.
- ↑ Renfrew 1972, 18–23.
- ↑ Hodder 1986, 5–9.
- ↑ Tilley 1994, 23–26
- ↑ Conkey & Gero 1997, 412–417.
- ↑ Gosden 2004, 78–81.
- ↑ Meskell 2005, 2–4.
- ↑ Thomas 2015, 90–94.
- ↑ Dallas 2015, 250–253.
- ↑ Bender 1998, 25–29.
- ↑ Hodder 2012, 12–15.
Βιβλιογραφία
- Bender, B. 1998. Stonehenge: Making Space. Oxford: Berg. ISBN 9781859731223.
- Binford, L. R. 1962. “Archaeology as Anthropology.” American Antiquity 28(2): 217–225. DOI: 10.2307/278380.
- Binford, L. R. 1965. “Archaeological Systematics and the Study of Culture Process.” American Antiquity 31(2): 203–210. DOI: 10.2307/2693945.
- Childe, V. G. 1929. The Danube in Prehistory. Oxford: Clarendon Press. ISBN 9780199218201.
- Childe, V. G. 1956. Piecing Together the Past: The Interpretation of Archaeological Data. London: Routledge. ISBN 9780415487061.
- Clark, G. 1968. Analytical Archaeology. London: Methuen. ISBN 9780416329704.
- Conkey, M. W., and J. M. Gero. 1997. “Programme to Practice: Gender and Feminism in Archaeology.” Annual Review of Anthropology 26: 411–437. DOI: 10.1146/annurev.anthro.26.1.411.
- Dallas, C. 2015. “Curating Archaeological Knowledge in the Digital Continuum.” Open Archaeology 1(1): 240–273. DOI:10.1515/opar-2015-0011.
- Gosden, C. 2004. Archaeology and Colonialism: Cultural Contact from 5000 BC to the Present. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 9780521787956
- Hodder, I. 1986. Reading the Past: Current Approaches to Interpretation in Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 9780521328808.
- Hodder, I. 2012. Entangled: An Archaeology of the Relationships Between Humans and Things. Malden, MA: Wiley-Blackwell. DOI: 10.1002/9781118241912.
- Meskell, L. 2005. Archaeologies of Materiality. Oxford: Blackwell. ISBN 9781405101088.
- Renfrew, C. 1972. The Emergence of Civilisation: The Cyclades and the Aegean in the Third Millennium BC. London: Methuen. ISBN 9780416140200.
- Thomas, J. 2015. The Future of Archaeological Theory. London: Routledge. doi:10.15184/aqy.2015.183.
- Tilley, C. 1994. A Phenomenology of Landscape: Places, Paths and Monuments. Oxford: Berg. ISBN 9781859730820.
- Trigger, B. G. 2006. A History of Archaeological Thought. 2nd ed. Cambridge: Cambridge University Press. DOI: 10.1017/CBO9780511813018.