Νέα αρχαιολογία

Από archaeology
Πήδηση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Η διαδικαστική αρχαιολογία προήλθε από την αμερικανική αρχαιολογία, όπου η ανάλυση της ιστορικής αλλαγής με την πάροδο του χρόνου είχε αποδειχθεί δύσκολη με την υπάρχουσα τεχνολογία

Η νέα αρχαιολογία (New archaeology), γνωστή και ως διαδικαστική αρχαιολογία {Processual archaeology), αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά θεωρητικά ρεύματα στην ιστορία της αρχαιολογίας, που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1960 και άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαιολόγοι προσεγγίζουν το παρελθόν.

Η νέα αρχαιολογία προέκυψε ως αντίδραση στην παραδοσιακή, περιγραφική αρχαιολογία του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, η οποία εστίαζε κυρίως στην ταξινόμηση και χρονολόγηση ευρημάτων χωρίς βαθύτερη εξήγηση πολιτισμικών διεργασιών[1] Αντίθετα, η νέα αρχαιολογία εισήγαγε επιστημονικές μεθόδους, όπως η διατύπωση υποθέσεων και η δοκιμή τους, για να εξηγήσει πώς λειτουργούσαν οι αρχαίες κοινωνίες[2]. Το συγκεκριμένα ρεύμα συνδέθηκε στενά με την ανθρωπολογία, βλέποντας την αρχαιολογία ως εργαλείο κατανόησης πολιτισμικών συστημάτων. Η σημασία της έγκειται στην επιστημονικοποίηση της αρχαιολογίας, παρόλο που δέχτηκε κριτική για υπερβολική έμφαση στην αντικειμενικότητα.

Ιστορικό πλαίσιο

Πριν από τη νέα αρχαιολογία, η αρχαιολογία βρισκόταν στην περίοδο της Ταξινομικής-Ιστορικής Προσέγγισης, όπου η έμφαση δινόταν στη συλλογή δεδομένων και την περιγραφή πολιτισμικών ιστοριών χωρίς την ερμηνεία συμπεριφορών[3] Η δεκαετία του 1960, με επιρροές από νέες τεχνολογίες όπως οι υπολογιστές και οι απόλυτες χρονολογήσεις, δημιούργησε το έδαφος για αλλαγή. Ο Λιούις Μπίνφορντ, σε άρθρο του το 1962, υποστήριξε ότι η αρχαιολογία πρέπει να γίνει ανθρωπολογία, εστιάζοντας σε πολιτισμικές ομοιότητες και διαφορές[4] Αυτή η μετατόπιση από την περιγραφή στην ερμηνεία σηματοδότησε την αρχή της νέας αρχαιολογίας, επηρεασμένη από θετικιστικές φιλοσοφίες και ανθρωπολογικές θεωρίες.

Βασικά xαρακτηριστικά της νέας αρχαιολογίας

Η νέα αρχαιολογία χαρακτηρίζεται από την υιοθέτηση επιστημονικών μεθόδων για την ερμηνεία του αρχαιολογικού αρχείου. Κεντρική ιδέα είναι η εθνοαρχαιολογία, σύμφωνα με την οποία παρατηρούνται σύγχρονες κοινωνίες για να ερμηνευθούν αρχαία ευρήματα[5] Για παράδειγμα, ο Μπίνφορντ μελέτησε τους Ινουΐτ κυνηγούς για να προβλέψει πώς φαίνονταν πιθανώς τα αρχαία κυνηγετικά στρατόπεδα[6].

Επίσης, εισήγαγε τη μέση θεωρία (middle range theory), που συνδέει τα ευρήματα με συγκεκριμένες συμπεριφορές[7]. Ο Μπ'ινφορντ ταξινόμησε τα τέχνεργα σε τεχνοοικονομικά (technomic), κοινωνικοτεχνικά (socio-technic) και ιδεοτεχνικά (ideo-technic), αντανακλώντας διαφορετικές όψεις πολιτισμικών συστημάτων[8].

Άλλο χαρακτηριστικό είναι η θεωρία συστημάτων, όπου οι κοινωνίες βλέπονται ως αλληλοσυνδεδεμένα υποσυστήματα[9]. Τέλος, μοντέλα βέλτιστης συμπεριφοράς, όπως το μοντέλο επιλογής τροφής (diet breadth), προβλέπουν λογικές αποφάσεις βασισμένες σε θερμιδική απόδοση[10]. Αυτά τα μοντέλα βοηθούν στην ερμηνεία αποκλίσεων από τα αναμενόμενα, όπως η χρήση βελανιδιών από Ιθαγενείς της Καλιφόρνιας λόγω αφθονίας[11].

Κύριοι θεωρητικοί και συνεισφορές

Ο Λιούις Μπίνφορντ θεωρείται ο πατέρας της νέας αρχαιολογίας. Στο έργο του Archaeology as Anthropology (1962), επέκρινε την παραδοσιακή αρχαιολογία για την έλλειψη ερμηνείας και πρότεινε τη συστηματική προσέγγιση[12]. Εισήγαγε έννοιες όπως η μέση θεωρία για σύνδεση δεδομένων με κοινωνικο-πολιτισμικά φαινόμενα[13].

Ο Ντέιβιντ Λ. Κλαρκ (David L. Clarke), με το Analytical Archaeology (1968), ενίσχυσε τη μαθηματική και στατιστική ανάλυση [14] Άλλοι, όπως ο Κεντ Φλάνερι (Kent Flannery), ανέπτυξαν τη θεωρία συστημάτων για σύνθετες κοινωνίες[15]. Αυτοί οι θεωρητικοί μετέτρεψαν την αρχαιολογία σε επιστήμη, εστιάζοντας σε διαδικασίες και όχι μόνο σε γεγονότα.

Κριτική και μεταγενέστερες εξελίξεις

Παρά τις καινοτομίες, η νέα αρχαιολογία δέχτηκε κριτική για υπερβολική έμφαση σε υποθέσεις και επιστημονική αυστηρότητα, αγνοώντας προκαταλήψεις ερευνητών και υποκειμενικούς παράγοντες[16]. Η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία, από τη δεκαετία του 1970, επέκρινε την έλλειψη εστίασης στον συμβολισμό, στην εξουσία και τις πολλαπλές ερμηνείες [17]. Για παράδειγμα, θεωρεί τις κοινωνίες ως δυναμικές δομές, όπου οι πράξεις ατόμων επηρεάζουν δομές, αντί για στατικά συστήματα[18]. Σήμερα, η ιστορία της αρχαιολογίας ξαναγράφεται για να ενσωματώσει ηθικά ζητήματα, συνεργασίες με κοινότητες και πολυφωνία[19]. Η νέα αρχαιολογία παραμένει βάση, αλλά συνδυάζεται με νεότερες προσεγγίσεις για ισορροπημένη κατανόηση.

Η νέα αρχαιολογία μεταμόρφωσε την αρχαιολογία από περιγραφική σε ερμηνευτική, θέτοντας βάσεις για σύγχρονες μεθόδους. Παρά τις κριτικές, η κληρονομιά της είναι εμφανής σε μοντέλα όπως η εθνοαρχαιολογία και η θεωρία συστημάτων. Μελλοντικές έρευνες οφείλουν να ενσωματώνουν την πολυπλοκότητα, αναγνωρίζοντας κοινωνικούς και ηθικούς παράγοντες.

Παραπομπές

  1. Lerner 1994, 1.
  2. Paskey and Cisneros 2020, 204.
  3. Paskey and Cisneros 2020, 204.
  4. Lerner 1994, 2.
  5. Paskey and Cisneros 2020, 205.
  6. Paskey and Cisneros 2020, 205.
  7. Lerner 1994, 3.
  8. Lerner 1994, 2.
  9. Paskey and Cisneros 2020, 205.
  10. Paskey and Cisneros 2020, 206
  11. Paskey and Cisneros 2020, 206.
  12. Lerner 1994, 2.
  13. Lerner 1994, 3.
  14. Abadía 2023: 3
  15. Paskey and Cisneros 2020, 205.
  16. Paskey and Cisneros 2020, 207.
  17. Shanks forthcoming, 2.
  18. Shanks forthcoming, 3.
  19. Abadía 2023, 4.

Βιβλιογραφία