Κύκλος του άνθρακα
Ο κύκλος του άνθρακα (carbon cycle) είναι μια δυναμική και πολυπαραγοντική διαδικασία που περιλαμβάνει την ανταλλαγή άνθρακα μεταξύ των κύριων γεωχημικών δεξαμενών της Γης, όπως η ατμόσφαιρα, οι ωκεανοί, η βιόσφαιρα και τα ιζήματα. Η κυκλική αυτή ροή αποτελεί θεμέλιο της λειτουργίας της βιόσφαιρας και ρυθμιστικό παράγοντα του κλίματος, καθώς καθορίζει τις συγκεντρώσεις του CO₂, ενός εκ των σημαντικότερων αερίων του θερμοκηπίου. Πέρα από τη ρύθμιση της θερμοκρασιακής ισορροπίας του πλανήτη, ο κύκλος του άνθρακα ελέγχει τη χημική σύσταση των υδάτων, την οξύτητα των ωκεανών και την παγκόσμια πρωτογενή παραγωγή, επηρεάζοντας έτσι άμεσα την ενεργειακή ροή στα οικοσυστήματα.
Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, ο κύκλος αυτός επηρεάζεται από κοσμικές ακτίνες, βιολογικές διεργασίες και γεωχημικούς μηχανισμούς[1]. Οι κοσμικές ακτίνες, μέσω της επίδρασής τους στην ατμοσφαιρική ιονίζουσα ακτινοβολία και ενδεχομένως στη νεφοκάλυψη, μπορούν να μεταβάλουν τις θερμοδυναμικές συνθήκες που καθορίζουν τον ρυθμό ανταλλαγής CO₂ μεταξύ ατμόσφαιρας και επιφάνειας. Παράλληλα, οι βιολογικές διεργασίες —φωτοσύνθεση, αναπνοή, αποσύνθεση— καθορίζουν τις βραχυπρόθεσμες ροές άνθρακα, ενώ οι γεωχημικοί μηχανισμοί, όπως η αποθήκευσή του στα ιζήματα, η ανθρακική διαγένεση και ο υποθαλάσσιος ηφαιστειολογικός εκλύτης[2], καθορίζουν τις μακροπρόθεσμες τάσεις του συστήματος.
Για παράδειγμα, στα τροπικά ορεινά οικοσυστήματα, ο άνθρακας κατανέμεται σε διακριτές αποθήκες όπως η υπέργεια και υπόγεια βιομάζα, καθώς και το οργανικό υλικό του εδάφους, ενώ οι ροές περιλαμβάνουν αποσύνθεση, αναπνοή και πτώση φύλλων[3]. Σε τέτοια περιβάλλοντα, οι μηχανισμοί σταθεροποίησης του εδαφικού οργανικού άνθρακα επηρεάζονται από τη μικροβιακή δραστηριότητα, τη σύσταση της λιθόσφαιρας και την κατανομή των φυτικών λειτουργικών τύπων. Επιπλέον, η απότομη μεταβολή υψομέτρου οδηγεί σε έντονες διαφοροποιήσεις της θερμοκρασίας και της υγρασίας, προκαλώντας ισχυρούς κάθετους βαθμούς μεταβολής στις διεργασίες πρόσληψης και απώλειας άνθρακα.
Η κατανόηση αυτού του κύκλου είναι κρίσιμη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καθώς οι δεξαμενές άνθρακα μπορούν να λειτουργήσουν είτε ως πηγές είτε ως καταβόθρες. Η διαταραχή της ισορροπίας του κύκλου μέσω ανθρωπογενών δραστηριοτήτων —όπως η καύση ορυκτών καυσίμων, η αλλαγή χρήσης γης και η εντατική γεωργία— οδηγεί σε επιταχυνόμενη αύξηση των συγκεντρώσεων ατμοσφαιρικού CO₂. Η ποσοτικοποίηση των ροών, η αποτύπωση της χωρικής ετερογένειας των δεξαμενών και η μοντελοποίηση των αναδράσεων (feedbacks) μεταξύ κλίματος και κύκλου άνθρακα αποτελούν σήμερα κεντρικά ερευνητικά πεδία, απαραίτητα για την πρόβλεψη και τον μετριασμό των επιπτώσεων της παγκόσμιας θέρμανσης.
Ο κύκλος του άνθρακα στη φύση: Βασικές διαδικασίες

Ο κύκλος ξεκινά με την παραγωγή του ισοτόπου ¹⁴C στην ατμόσφαιρα από κοσμικές ακτίνες που αλληλεπιδρούν με το άζωτο. Η πυρηνική αυτή διεργασία (ν-σύλληψη από ¹⁴N) οδηγεί στη δημιουργία ραδιενεργού ¹⁴C, το οποίο στη συνέχεια οξειδώνεται σε CO και CO₂ και ενσωματώνεται γρήγορα στην ατμόσφαιρα, από όπου ανταλλάσσεται με άλλες δεξαμενές, όπως οι ωκεανοί και η βιόσφαιρα[4]. Η γρήγορη ανταλλαγή μεταξύ ατμόσφαιρας και βιόσφαιρας εξασφαλίζει ίση συγκέντρωση ¹⁴C σε σύγχρονους οργανισμούς, που είναι βασική για χρονολογήσεις[5]. Οι διακυμάνσεις στην ατμοσφαιρική συγκέντρωση ¹⁴C, λόγω αλλαγών στην παραγωγή ή ανταλλαγή, επηρεάζουν την ακρίβεια των εκτιμήσεων[6].
Σε χερσαία οικοσυστήματα, και ιδιαίτερα σε τροπικά ορεινά περιβάλλοντα, ο κύκλος περιλαμβάνει ένα σύνθετο σύστημα αποθηκών και ροών άνθρακα. Οι αποθήκες άνθρακα κυριαρχούν στις μελέτες, με την υπέργεια βιομάζα και τον εδαφικό άνθρακα να είναι οι πιο ερευνημένες[7]. Οι ροές, όπως η αποσύνθεση φυτών, μετριούνται με τεχνικές όπως οι σάκοι απορριμμάτων, ενώ η αναπνοή περιλαμβάνει εδαφική, ριζική και μικροβιακή συνιστώσα[8]. Παράγοντες όπως το υψόμετρο και ο τύπος δάσους επηρεάζουν αυτές τις διεργασίες, με λιγότερη έρευνα σε βιοτικές αλληλεπιδράσεις[9].
Ο ρόλος των ωκεανών

Οι ωκεανοί αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη δεξαμενή άνθρακα (37.300 GtC), ανταλλάσσοντας γρήγορα με την ατμόσφαιρα και ελέγχοντας το ατμοσφαιρικό CO₂ σε κλίμακες δεκαετιών έως χιλιετιών[10]. Η δυναμική αυτή συνδέεται με φυσικοχημικούς μηχανισμούς που ρυθμίζουν την ικανότητα των ωκεανών να αποθηκεύουν και να μεταφέρουν άνθρακα σε διαφορετικούς ορίζοντες βάθους. Η χημεία του συστήματος CO₂ σχηματίζει διαλυμένο ανόργανο άνθρακα (DIC), με τη διαλυτότητα να εξαρτάται από τη θερμοκρασία, την αλατότητα και το pH[11]. Το ανθρακικό σύστημα των ωκεανών (CO₂–HCO₃⁻–CO₃²⁻) καθορίζεται από αντιδράσεις οξέος–βάσης που ελέγχουν τον κορεσμό σε ανθρακικά ιόντα, επηρεάζοντας τόσο τη διαλυτότητα του CO₂ όσο και τον ρυθμό καταβύθισης βιογενών ανθρακικών.
Οι ωκεάνιες αντλίες άνθρακα, όπως η αντλία διαλυτότητας και η βιολογική αντλία, ενισχύουν τις διαβαθμίσεις DIC. Η αντλία διαλυτότητας οφείλεται σε κρύα βαθιά ύδατα με υψηλή διαλυτότητα CO₂, ενώ η βιολογική εξάγει ~10 GtC ετησίως από την επιφάνεια[12]. Η λειτουργία της αντλίας διαλυτότητας προκύπτει από την ανάμιξη και καταβύθιση πυκνών υδάτινων μαζών υψηλών γεωγραφικών πλατών, οι οποίες, μετά την κατάψυξη και την αύξηση αλατότητας, μεταφέρουν σημαντικές ποσότητες DIC στο βαθύ ωκεάνιο στρώμα. Η βιολογική αντλία, από την άλλη, περιλαμβάνει την πρωτογενή παραγωγή, τη συσσωμάτωση οργανικού υλικού, τη βύθιση σωματιδιακού οργανικού άνθρακα (POC) και την επαναμεταλλικοποίησή του σε ενδιάμεσα και βαθιά ύδατα, δημιουργώντας σταθερές κατακόρυφες κλίσεις συγκέντρωσης.
Οι ανθρωπογενείς εκπομπές έχουν οδηγήσει σε απορρόφηση ~185 GtC από τους ωκεανούς, προκαλώντας οξίνιση[13] Η απορρόφηση αυτή μεταβάλλει την αλκαλικότητα και τη χημική ισορροπία του ανθρακικού συστήματος, οδηγώντας σε μείωση του pH και του βαθμού κορεσμού σε αραγωνίτη και καλσίτη, με επιπτώσεις σε οργανισμούς που βασίζονται στη βιογενή ανθρακική ασβεστοποίηση. Στο μέλλον, η οξίνιση και η θέρμανση μπορεί να μειώσουν αυτή την ικανότητα[14]. Η αυξανόμενη θερμοκρασία μειώνει τη διαλυτότητα του CO₂, ενώ η ενισχυμένη στρωμάτωση των υδάτινων στηλών περιορίζει την κατακόρυφη ανάμιξη και μειώνει την επαναφόρτιση του επιφανειακού στρώματος με θρεπτικά συστατικά, επηρεάζοντας έτσι την αποδοτικότητα της βιολογικής αντλίας. Ως αποτέλεσμα, οι μελλοντικές αλλαγές στο κλιματικό σύστημα ενδέχεται να υπονομεύσουν τον ωκεάνιο ρόλο ως καθαρής καταβόθρας άνθρακα, με σημαντικές ανατροφοδοτήσεις στον παγκόσμιο κύκλο του άνθρακα.
Ο κύκλος του άνθρακα στα εσωτερικά ύδατα

Τα εσωτερικά ύδατα, όπως λίμνες και ποταμοί, δεν είναι παθητικοί αγωγοί αλλά ενεργά συστατικά στον κύκλο, με εκπομπές CO₂ από 0,8 έως 3,3 Pg C ετησίως, συγκρίσιμες με την ωκεάνια απορρόφηση[15]. Αυτά τα συστήματα λειτουργούν ως βιογεωχημικοί αντιδραστήρες, στους οποίους η οργανική και ανόργανη ύλη που προέρχεται από τα ανάντη οικοσυστήματα[16] υφίσταται μετασχηματισμούς μέσω φυσικών, χημικών και βιολογικών μηχανισμών. Η έντονη διεπιφάνεια νερού–ατμόσφαιρας, η υψηλή κατακράτηση οργανικού άνθρακα και οι ταχείες ροές ενέργειας και υλικών καθιστούν τα εσωτερικά ύδατα σημαντικούς ρυθμιστές του ατμοσφαιρικού CO₂.
Οι εκπομπές οφείλονται σε εξισορρόπηση, ετεροτροφία και ασβεστοποίηση[17]. Η εξισορρόπηση (outgassing) συνδέεται με την υπερκορεσμένη σε CO₂ κατάσταση που προκύπτει από την αποσύνθεση εδαφικής και ενδογενώς παραγόμενης οργανικής ύλης. Η ετεροτροφία, μέσω μικροβιακής οξείδωσης οργανικού άνθρακα μετατρέπει το διαλυτό οργανικό φορτίο σε CO₂, ενώ η ασβεστοποίηση (καθίζηση ανθρακικού ασβεστίου) απελευθερώνει το CO₂ κατά τη μετατροπή HCO₃⁻ σε CaCO₃, μεταβάλλοντας την αλκαλικότητα και το ισοζύγιο του DIC. Αυτές οι διεργασίες αλληλεπιδρούν με υδροδυναμικούς παράγοντες, όπως η στρωμάτωση, η ανανέωση υδάτων και οι χρόνοι παραμονής, επηρεάζοντας την ικανότητα εκπομπής ή αποθήκευσης άνθρακα.
Στη Λίμνη της Γενεύης, παρόλο που είναι αυτοτροφική, εκπέμπει CO₂ λόγω εισαγωγής DIC και ασβεστοποίησης[18]. Το φαινόμενο αυτό αναδεικνύει ότι η καθαρή μεταβολική κατάσταση (αυτοτροφία/ετεροτροφία) δεν επαρκεί για την πρόβλεψη του ισοζυγίου CO₂. Εξωτερικές εισροές ανόργανου άνθρακα, η γεωχημεία της λεκάνης απορροής, η τροφοδοσία από υπόγεια ύδατα και η ένταση των ανθρακικών διεργασιών ασκούν αποφασιστική επίδραση στον διαλυμένο ανόργανο άνθρακα (Dissolved Inorganic Carbon) - DIC, οδηγώντας σε θετικό ισοζύγιο εκπομπών ακόμη και σε συστήματα με υψηλή πρωτογενή παραγωγή.
Η ολοκλήρωση του κύκλου απαιτεί καλύτερα δεδομένα για DIC και αλκαλικότητα, καθώς η ασβεστοποίηση επηρεάζει την καιρική φθορά[19]. Τα ελλιπή χωρικά και χρονικά δεδομένα παρεμποδίζουν την ακριβή ποσοτικοποίηση των ροών άνθρακα σε εσωτερικά ύδατα, ειδικά στον μετασχηματισμό οργανικού σε ανόργανο άνθρακα και στη συμβολή της ανθρακικής χημείας στην κατανόηση της μακροπρόθεσμης ρύθμισης CO₂. Η ασβεστοποίηση παίζει ρόλο-κλειδί στη σύνδεση της υδρολογίας με τις διεργασίες χερσαίας καιρικής φθοράς, καθώς η καθίζηση CaCO₃ αφαιρεί ιόντα που σχετίζονται με αντιδράσεις πυριτικής και ανθρακικής διάλυσης στα ανάντη συστήματα. Έτσι, η ακριβής αποτύπωση του DIC και της αλκαλικότητας στα εσωτερικά ύδατα είναι κρίσιμη για την ποσοτική ενσωμάτωση αυτών των συστημάτων στον παγκόσμιο κύκλο του άνθρακα.
Σχέση ιστορίας και αρχαιολογίας με τον κύκλο του άνθρακα – τεχνική προσέγγιση

Ο κύκλος του άνθρακα συνδέει την ιστορία και την αρχαιολογία μέσω της ραδιοχρονολόγησης, η οποία βασίζεται στη ραδιενεργό διάσπαση του ισοτόπου ¹⁴C μετά τον θάνατο ενός οργανισμού. Το ¹⁴C παράγεται στην ατμόσφαιρα από κοσμικές ακτίνες και ενσωματώνεται στα φυτά μέσω της φωτοσύνθεσης. Μετά την απομάκρυνση από τον ενεργό κύκλο ζωής, η διάσπαση ακολουθεί γνωστό ρυθμό, επιτρέποντας την εκτίμηση ηλικίας με βάση τη μείωση της δραστικότητας. Η ακρίβεια της χρονολόγησης εξαρτάται από την κατανόηση του ισοζυγίου ¹⁴C στις διάφορες δεξαμενές (ατμόσφαιρα, βιόσφαιρα, εδάφη, εσωτερικά ύδατα) και από την εφαρμογή ισοτοπικών διορθώσεων για παραμέτρους όπως η διαφοροποιημένη παραγωγή ¹⁴C ή η μακροπρόθεσμη κλασματοποίηση οργανικού άνθρακα[20].
Για παράδειγμα, σε αρχαιολογικούς χώρους όπως οι τάφοι των Σκυθών στα Όρη Αλτάι, η ραδιοχρονολόγηση δειγμάτων ξύλου λάρικας (Larix spp.) με εφαρμογή διόρθωσης για μεταβολές ατμοσφαιρικού ¹⁴C (Δ¹⁴C) καθόρισε την κατασκευή ενός Κούργκαν στο 317 ΠΚΕ. Αυτός ο συνδυασμός φυσικών δεδομένων με ιστορικά πλαίσια παρέχει δυνατότητα ακριβούς χρονικής συσχέτισης γεγονότων, ενισχύοντας την αξιοπιστία ιστορικών αφηγήσεων[21].
Η αρχαιολογία παρέχει τα υλικά για χρονολόγηση, όπως οστά, φυτικά κατάλοιπα και οργανικό υπόλειμμα κεραμεικών, ενώ η ιστορία ερμηνεύει τα αποτελέσματα στο πλαίσιο κοινωνικών, τεχνολογικών και πολιτισμικών διαδικασιών. Η αμφίδρομη σχέση ενισχύεται μέσω της ενσωμάτωσης των δεδομένων σε μοντέλα αποθήκευσης άνθρακα, τα οποία προσομοιώνουν τις ροές ¹⁴C μεταξύ υπέργειων, υπόγειων και υδάτινων δεξαμενών, λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως χρόνοι παραμονής, κλασματοποίηση οργανικού άνθρακα και μικροβιακή μετατροπή.
Σε μελέτες του Τεταρτογενούς (Quaternary), όπως η ανάλυση ιζημάτων λιμνών, η ραδιοχρονολόγηση χρησιμοποιείται για την ακριβή χρονολόγηση κλιματικών γεγονότων, ενώ η ανάλυση Δ¹⁴C στα διαλυμένα ανόργανα και οργανικά ιζήματα (DIC, POC) επιτρέπει την ποσοτικοποίηση μεταβολών στην ισορροπία άνθρακα. Έτσι, προϊστορικά περιβαλλοντικά δεδομένα συνδέονται με ιστορικές αφηγήσεις, παρέχοντας ένα εργαλείο ανασύστασης παλαιοπεριβαλλοντικών και ανθρωπογενών αλληλεπιδράσεων[22].
Ο κύκλος του άνθρακα λειτουργεί ως «γέφυρα» μεταξύ φυσικών και ανθρωπιστικών επιστημών, επιτρέποντας την επαλήθευση ιστορικών αφηγήσεων μέσω αρχαιολογικών ευρημάτων. Η τεχνική ενσωμάτωση ισοτοπικών διορθώσεων, κλασματοποίησης οργανικού άνθρακα και δυναμικών μοντέλων αποθήκευσης ¹⁴C καθιστά δυνατή την ακριβή ανασύσταση χρονικών πλαισίων και περιβαλλοντικών συνθηκών σε διαφορετικές γεωγραφικές και ιστορικές κλίμακες, ενισχύοντας τη διεπιστημονική προσέγγιση στην έρευνα του παρελθόντος.
Εν κατακλείδι
Ο κύκλος του άνθρακα αποτελεί ένα πολυδιάστατο, δυναμικό σύστημα που ενσωματώνει τόσο φυσικές όσο και βιολογικές διεργασίες σε διάφορες κλίμακες χώρου και χρόνου. Η αλληλεπίδραση μεταξύ ατμόσφαιρας, ωκεανών, εσωτερικών υδάτων, χερσαίων οικοσυστημάτων και ιζημάτων δημιουργεί ένα δίκτυο ροών άνθρακα με σημαντική επίδραση στη ρύθμιση του κλίματος, στην ισορροπία των οικοσυστημάτων και στην επιστημονική κατανόηση των παγκόσμιων βιογεωχημικών κύκλων. Οι τρέχουσες μελέτες επισημαίνουν κενά, όπως η πλήρης ενσωμάτωση υπέργειων και υπόγειων διαμερισμάτων, η σύνδεση των μικροβιακών και γεωχημικών διεργασιών με μακροκλίμακα και η ανάγκη για μακροχρόνια και υψηλής ανάλυσης παρακολούθηση των ροών άνθρακα[23].
Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών είναι καθοριστική για την ανάπτυξη στρατηγικών μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, όπως η ενίσχυση της καιρικής φθοράς, η διαχείριση βιογεωχημικών δεξαμενών άνθρακα και η βελτιστοποίηση της απορρόφησης CO₂ από φυσικά συστήματα. Ωστόσο, η ακριβής ποσοτικοποίηση απαιτεί την ανάπτυξη πιο ολοκληρωμένων μοντέλων που συνδυάζουν φυσικές διεργασίες, βιολογική παραγωγή και ανθρωπογενείς επιδράσεις, καθώς και την ενσωμάτωση ισοτοπικών δεικτών και δυναμικών παραμέτρων DIC[24].
Περαιτέρω, η σύνδεση του κύκλου του άνθρακα με την αρχαιολογία και την ιστορία υπογραμμίζει τη διεπιστημονική σημασία του, καθώς η κατανόηση των αλλαγών στις παλαιές δεξαμενές και ροές άνθρακα επιτρέπει την ανασύσταση περιβαλλοντικών συνθηκών του παρελθόντος, ενισχύοντας την προβλεπτική δυνατότητα για το μέλλον. Έτσι, η ολοκληρωμένη μελέτη του κύκλου του άνθρακα αποτελεί θεμέλιο για τη σύνδεση φυσικών επιστημών, οικολογίας, ιστορίας και κλιματικής πολιτικής.
Παραπομπές
- ↑ Girardin et al. 2021, 109.
- ↑ Ο όρος αναφέρεται στις εκπομπές αερίων και πτητικών συστατικών που απελευθερώνονται από μαγματικές ή μεταμαγματικές διεργασίες στον ωκεάνιο φλοιό και στον άνω μανδύα, κυρίως μέσω υποθαλάσσιων ηφαιστειακών κέντρων, ζωνών διαρρήξεων μέσου ωκεάνιου ράχhς και υδροθερμικών συστημάτων. Οι εκλύσεις αυτές περιλαμβάνουν κυρίως διοξείδιο του άνθρακα (CO₂), μεθάνιο (CH₄), θειούχα και θειικά πτητικά και αποτελούν θεμελιώδη συνιστώσα των μακροχρόνιων γεωχημικών ροών άνθρακα. Η διεργασία συνδέεται με την αποαερίωση (degassing) του μανδύα, τον μεταμορφισμό υψηλών πιέσεων σε καταδυόμενες πλάκες και την κυκλοφορία υδροθερμικών ρευστών, επηρεάζοντας την ανθρακική χημεία των ωκεανών και συμβάλλοντας στη βαθμιαία αναπλήρωση του ατμοσφαιρικού CO₂ σε γεωλογικές χρονικές κλίμακες.
- ↑ Girardin et al. 2021, 114.
- ↑ Hajdas 2008, 3.
- ↑ Hajdas 2008, 3.
- ↑ Hajdas 2008, 4.
- ↑ Girardin et al. 2021, 114-115.
- ↑ Girardin et al. 2021, 113-114.
- ↑ Girardin et al. 2021, 120-121.
- ↑ Kwon 2022, 318.
- ↑ Kwon 2022, 320-322.
- ↑ Kwon 2022, 324-326.
- ↑ Kwon 2022, 329-332.
- ↑ Kwon 2022, 333-334.
- ↑ Middelburg et al. 2024, Abstract.
- ↑ Ο όρος ανάντη οικοσυστήματα (upstream ecosystems) αναφέρεται στα υδρολογικά και βιογεωχημικά ενεργά συστήματα της λεκάνης απορροής που βρίσκονται ανάντη ενός υδάτινου σώματος και λειτουργούν ως πρωτογενείς πηγές υδρολογικής ροής, διαλυμένου και σωματιδιακού υλικού, θρεπτικών, οργανικού άνθρακα και ιχνοστοιχείων, επηρεάζοντας τις διεργασίες μεταφοράς και μετασχηματισμού άνθρακα στα κατάντη υδάτινα συστήματα.
- ↑ Middelburg et al. 2024, Main Body.
- ↑ Middelburg et al. 2024, Main Body.
- ↑ Middelburg et al. 2024, Main Body.
- ↑ Hajdas 2008, 17-18.
- ↑ Hajdas 2008, 17-18.
- ↑ Hajdas 2008, 18.
- ↑ Girardin et al. 2021, 121-122.
- ↑ Middelburg et al. 2024, Main Body.
Βιβλιογραφία
- Girardin, C. A. J., Aragão, L. E. O. C., Malhi, Y., Huasco, W. H., Salinas, N., Silva-Espejo, J. E., Metcalfe, D. B., Silman, M., Meir, P. (2021). Carbon cycle in tropical upland ecosystems: a global review. Web Ecology, 21(2), 109–133. https://doi.org/10.5194/we-21-109-2021
- Hajdas, I. (2008). Radiocarbon dating and its applications in Quaternary studies. Eiszeitalter und Gegenwart (Quaternary Science Journal), 57(1-2), 2–24. https://doi.org/10.3285/egqsj.57.2
- Kwon, E. Y. (2022). The Ocean Carbon Cycle. Annual Review of Environment and Resources, 47, 317–342. https://doi.org/10.1146/annurev-environ-120920-111307
- Middelburg, J. J., et al. (2024). Closing the inland water carbon cycle. bioRxiv (accessed via PMC11524166). https://doi.org/10.1101/2024.10.30.620992