Πόροι

Από archaeology
Αναθεώρηση ως προς 12:51, 3 Δεκεμβρίου 2025 από την Nikolopoulou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με 'Ο ''πόρος'', (resource) ως γενική έννοια, αναφέρεται σε φυσικά στοιχεία του περιβάλλοντος που έχουν αξία για τον άνθρωπο, είτε ως υλικά αγαθά είτε ως υπηρεσίες οικοσυστημάτων, και διακρίνονται σε ανανεώσιμους (όπως νερό, δάση και ψάρια) και μη ανα...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Πήδηση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση

Ο πόρος, (resource) ως γενική έννοια, αναφέρεται σε φυσικά στοιχεία του περιβάλλοντος που έχουν αξία για τον άνθρωπο, είτε ως υλικά αγαθά είτε ως υπηρεσίες οικοσυστημάτων, και διακρίνονται σε ανανεώσιμους (όπως νερό, δάση και ψάρια) και μη ανανεώσιμους (όπως ορυκτά και ορυκτά καύσιμα), ανάλογα με την ικανότητά τους να αναγεννώνται σε ανθρώπινη κλίμακα χρόνου[1]. Αυτή η έννοια δεν είναι στατική, αλλά δυναμική και κοινωνική κατασκευή, καθώς οι πόροι "γίνονται" πόροι μέσω ανθρώπινων αναγκών, τεχνολογίας (π.χ. ψηφιακοί πόροι) και κοινωνικής αποδοχής, και όχι απλώς "είναι" από τη φύση τους[2].

Σύμφωνα με οικονομικές προσεγγίσεις, οι πόροι ορίζονται ως αποθέματα υλικών στο φυσικό περιβάλλον, που είναι σπάνια και οικονομικά χρήσιμα στην παραγωγή ή κατανάλωση, είτε σε ακατέργαστη μορφή είτε μετά από ελάχιστη επεξεργασία, αποκλείοντας καλλιεργημένα προϊόντα αλλά συμπεριλαμβάνοντας τα ψάρια και τα δασικά προϊόντα[3] Επιπλέον, περιλαμβάνουν ζωντανούς και μη ζωντανούς παράγοντες του γήινου συστήματος, όπως φυτά, ψάρια, νερό, έδαφος και ορυκτά, τα οποία υποστηρίζουν την ανθρώπινη ευημερία, οικονομία και οικοσυστήματα, ενώ η βιώσιμη χρήση τους απαιτεί διακυβέρνηση για αποφυγή εξάντλησης και περιβαλλοντικών επιπτώσεων[4]. Η έννοια των πόρων συνδέεται με έννοιες όπως το φυσικό κεφάλαιο και τα κοινά αγαθά, όπου η πρόσβαση και διαχείριση επηρεάζουν κοινωνικές ανισότητες και βιωσιμότητα [5].

Παραπομπές

  1. Bleischwitz et al. 2018, 2.
  2. Bleischwitz et al. 2018, 3.
  3. World Trade Organization 2010, 46.
  4. Brondizio and Tourneau 2016, 1.
  5. Bleischwitz et al. 2018, 4.