Όστρακο (αρχαιολογία)
Το όστρακο (ostracon) είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα υλικά της αρχαίας γραφής, συνδυάζοντας την πρακτικότητα με την ιστορική αξία. Ως σπασμένα κομμάτια κεραμεικών αγγείων ή ασβεστολιθικών πλακών, χρησιμοποιούνταν ευρέως στην αρχαιότητα για σύντομα κείμενα, λόγω της εύκολης πρόσβασης και του χαμηλού κόστους τους. Η λέξη «όστρακον» προέρχεται από την αρχαία ελληνική, όπου αρχικά αναφερόταν σε κέλυφος ζώου, όπως χελώνας ή όστρακου, και αργότερα επεκτάθηκε σε οποιοδήποτε σκληρό κομμάτι, ιδίως κεραμεικό[1].
Ορισμός και ταξινόμηση
Το όστρακον είναι ένα κομμάτι σπασμένου αγγείου, συνήθως κεραμεικού, που φέρει κείμενο και χρησιμοποιείται δευτερογενώς ως υλικό γραφής. Δεν περιλαμβάνονται τα κείμενα σε άθικτα αγγεία, όπως τα tituli picti[2], αλλά μόνο σε θραύσματα[3]. Στην αιγυπτιακή παράδοση, περιλαμβάνονται και ασβεστολιθικές πλάκες, λόγω παρόμοιων διαστάσεων και χρήσεων[4]. Η ταξινόμηση βασίζεται σε τύπους κειμένων: ντοκουμέντα (φορολογικά, επιστολές), παραλογοτεχνικά (σχολικές ασκήσεις, μαγικά) και λογοτεχνικά (αποσπάσματα ποιημάτων)[5]. Η υλική ανάλυση, όπως η προέλευση της κεραμεικής, βοηθά στην κατανόηση των μοτίβων χρήσης, με παραδείγματα από διαφορετικές περιόδους και περιοχές[6].
Χρήσεις στην αρχαία Ελλάδα
Στην κλασική Ελλάδα, τα όστρακα συνδέονταν κυρίως με τον οστρακισμό, μια διαδικασία στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι πολίτες ψήφιζαν για εξορία επικίνδυνων πολιτικών, χαράσσοντας ονόματα σε θραύσματα[7]. Περισσότερα από 12.000 όστρακα έχουν βρεθεί στην Αγορά και τον Κεραμεικό, χρονολογούμενα στον 5ο αι. ΠΚΕ[8]. Στους ελληνιστικούς χρόνους, ιδίως στην Αίγυπτο, χρησιμοποιούνταν για διοικητικά έγγραφα, όπως αποδείξεις φόρων και λογαριασμούς, λόγω σπανιότητας παπύρου σε απομακρυσμένες περιοχές[9]. Στρατιωτικές χρήσεις περιλαμβάνουν εντολές και καταλόγους φρουρών, όπως στο Mons Claudianus[10] [11]. Η επιλογή θραυσμάτων εξαρτιόταν από την ποιότητα επιφάνειας, με προτίμηση σε λεία κομμάτια για καλύτερη γραφή[12]. Στο εκπαιδευτικό πλαίσιο, τα όστρακα χρησίμευαν για ασκήσεις αλφαβήτου και μαθηματικά, όντας ουσιαστικά ο «πάπυρος των φτωχών»[13].
Παραδείγματα από την αρχαία Αθήνα και την αρχαία Αίγυπτο
Από την Αγορά της Αθήνας, μια κατάθεση 150 οστράκων του 480 ΠΚΕ περιλαμβάνει ψήφους για τον Ξάνθιππο, πατέρα του Περικλή, αποκαλύπτοντας σχήματα γραμμάτων και ορθογραφία[14]. Τέτοιου είδους ευρήματα φωτίζουν την αθηναϊκή δημοκρατία και την παιδεία[15]. Στην αρχαία Αίγυπτο, η ιδιωτική συλλογή Deissmann περιλαμβάνει 87 οστράκα από Θήβα και Φαγιούμ, με φορολογικά και ιδιωτικά κείμενα, όπως εντολή ενοικίασης όνου[16]. Από την Ψελκίδα (σημερινή El-Dakka) 33 όστρακα υποδεικνύουν εμπορικές συναλλαγές[17]. Στην Τριμιθίδα (σημερινή Amheida), βρέθηκαν 946 οστράκα από τον 3ο-4ο αι. που χρησιμοποιούνταν ως ετικέτες πηγαδιών, με στρωματογραφική ανάλυση για χρονολόγηση[18]. Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ποικιλία, από πολιτική έως οικονομική χρήση.
Αρχαιολογική σημασία και μεθοδολογίες
Η μελέτη οστράκων έχει εξελιχθεί τα τελευταία 100 χρόνια, από φιλολογική σε διεπιστημονική, ενσωματώνοντας την κεραμολογία και την αρχαιολογία[19]. Πρώιμες εργασίες, όπως του Wilcken το 1899, εστίαζαν σε χρώματα και προέλευση [20]. Σήμερα, συστήματα ταξινόμησης όπως το Dakhleh Oasis Fabric System βοηθούν στη σύνδεση υλικού με κείμενα[21]. Σημαντικά ευρήματα από ανασκαφές όπως στην Κροκοδιλώ[22] δείχνουν στρατιωτικές δομές[23]. Τα οστράκα προσφέρουν εικόνες κοινωνικής δομής, οικονομίας και πολιτιστικής ανταλλαγής, αλλά απαιτούν προσοχή σε πλαίσια κατάθεσης για αποφυγή λανθασμένων ερμηνειών [24]. Μελλοντικές έρευνες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τεχνολογίες όπως πολυφασματική απεικόνιση για καλύτερη ανάγνωση [25].
Παραπομπές
- ↑ Caputo and Lougovaya 2020, 1.
- ↑ Το titulus pictus είναι αρχαία ρωμαϊκή εμπορική επιγραφή που αποτυπωνόταν στην επιφάνεια ορισμένων αντικειμένων, συνήθως στον λαιμό ενός αμφορέα. Συνήθως, αυτές οι επιγραφές σχεδιάζονταν με κόκκινο ή μαύρο χρώμα. Η επιγραφή καθόριζε πληροφορίες όπως προέλευση, προορισμό, τύπος προϊόντος και ιδιοκτήτη.
- ↑ Maltomini 2012, 33-34.
- ↑ Caputo 2019, 94.
- ↑ Maltomini 2012, 36-38.
- ↑ Caputo 2019, 101-102.
- ↑ Caputo and Lougovaya 2020, 2.
- ↑ Maltomini 2012, 35.
- ↑ Maxfield 2011, 156.
- ↑ Το όρος του Κλαύδιου είναι αρχαίο λατομείο που βρίσκεται στην ανατολική έρημο της Αιγύπτου. Βρισκόταν σε ακατοίκητη περιοχή κοντά στην Καινόπολη του Νείλου βόρεια των Θηβών. Λειτούργησε από τα τέλη του 1ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 3ου αιώνα και έβγαζε γνεύσιο.
- ↑ Maxfield 2011, 161-162.
- ↑ Caputo 2019, 95-96.
- ↑ Maltomini 2012, 37.
- ↑ Rothe et al. 2017, 443.
- ↑ Rothe et al. 2017, 508.
- ↑ Horsley and Lee 1997, 28-29
- ↑ Maxfield 2011, 163
- ↑ Caputo 2019, 110-111.
- ↑ Caputo 2019: 94
- ↑ Caputo 2019: 94-95
- ↑ Caputo 2019, 101-103.
- ↑ Πρόκειται για το όνομα ενός αρχαίου ρωμαϊκού οχυρού (praesidium) στην Ανατολική Έρημο της Αιγύπτου, στην εμπορική οδό που ένωνε την Κόπτο (στην κοιλάδα του Νείλου) με το Μυός Όρμος (στην Ερυθρά Θάλασσα). Το οχυρό πήρε το όνομά του από έναν βράχο που βρίσκεται εκεί κοντά και του οποίου το σχήμα θυμίζει κροκόδειλο. Το όνομα εμφανίζεται σε αρχαιολογικά ευρήματα, κυρίως σε όστρακα (κομμάτια κεραμιδιών ή αγγείων με γραπτά κείμενα), τα οποία περιέχουν στρατιωτική και ιδιωτική αλληλογραφία των κατοίκων και της φρουράς του οχυρού κατά τη ρωμαϊκή περίοδο (κυρίως 1ο-2ο αιώνα).
- ↑ Maxfield 2011: 159-160
- ↑ Caputo and Lougovaya 2020: 11-12
- ↑ Caputo and Lougovaya 2020: 59-60