Οικολογία

Από archaeology
Πήδηση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση

Η οικολογία, (ecology) ως επιστήμη, εξετάζει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ βιολογικών οντοτήτων και του περιβάλλοντός τους, από μοριακό επίπεδο έως βιόσφαιρα. Σε τεχνικό πλαίσιο, το γνωστικό της αντικείμενο περιλαμβάνει τη μοντελοποίηση ενεργειακών ροών, τη χαρτογράφηση δικτύων αλληλεπίδρασης —όπως τροφικά πλέγματα και μεταβολικά δίκτυα— και την ποσοτικοποίηση χωροχρονικών προτύπων διακύμανσης πληθυσμών. Η λειτουργικότητα των οικολογικών συστημάτων αναλύεται μέσω εννοιών όπως η οικολογική σταθερότητα, συμπεριλαμβανομένων της ανθεκτικότητας, της αντοχής και της επιμονής, καθώς και μέσω θεωρητικών πλαισίων όπως η θεωρία μεταπληθυσμών[1], η εξελικτική δυναμική και τα μη γραμμικά δυναμικά συστήματα. Παράλληλα, σύγχρονες προσεγγίσεις αξιοποιούν στοχαστικά μοντέλα και υπολογιστική οικολογία[2] για την ερμηνεία σύνθετων φαινομένων.

Η οικολογία προέκυψε ως ξεχωριστή επιστήμη τον 19ο αιώνα, αλλά οι σύγχρονες προσεγγίσεις ενσωματώνουν πληροφορία, ενέργεια και υλικούς περιορισμούς[3]. Αυτή η ενσωμάτωση επιτρέπει τη θεωρητική κατασκευή των οικοσυστημάτων ως ανοικτών θερμοδυναμικών συστημάτων, όπου η ροή ενέργειας, η διαθεσιμότητα πόρων και οι περιορισμοί υλικών καθορίζουν τη βιοποικιλότητα, την παραγωγικότητα και τις ιδιότητες σταθερότητας. Η χρήση εργαλείων θεωρίας της πληροφορίας έχει ενισχύσει την ποσοτικοποίηση της πολυπλοκότητας, της συνδεσιμότητας και του οργανωσιακού βαθμού των οικολογικών δομών.

Η κλιματική αλλαγή και η ανθρώπινη δραστηριότητα απειλούν τα οικοσυστήματα, με πάνω από 16.000 είδη σε κίνδυνο[4]. Σε τεχνικούς όρους, αυτές οι πιέσεις μεταβάλλουν κρίσιμες παραμέτρους όπως τα όρια περιβαλλοντικής ανοχής, τα σημεία μετάβασης (tipping points), τη δομή και την εντροπία των κοινοτήτων, καθώς και την τοπολογία των τροφικών δικτύων. Τα ανθρωπογενή φορτία οδηγούν σε απώλεια λειτουργικών γνωρισμάτων (functional traits), μειώνοντας τη ρυθμιστική ικανότητα των οικοσυστημάτων και αυξάνοντας την πιθανότητα μετάπτωσης σε εναλλακτικές σταθερές καταστάσεις με μειωμένη λειτουργικότητα.

Εδώ επιχειρείται να αποδοθεί μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα, χρησιμοποιώντας στοιχεία από συστηματικές ανασκοπήσεις. Η επιλογή μιας τέτοιας μεθοδολογίας επιτρέπει τη σύνθεση ετερογενών συνόλων δεδομένων, την εφαρμογή μετα-αναλυτικών τεχνικών και τη συγκριτική αξιολόγηση μοντελοποιητικών προσεγγίσεων, εξασφαλίζοντας αυξημένη αξιοπιστία στα συμπεράσματα που αφορούν τους μηχανισμούς λειτουργίας και διαταραχής των οικολογικών συστημάτων.

Βασικές αρχές της οικολογίας

Οι θεμελιώδεις αρχές της οικολογίας επανεξετάζονται για ενοποίηση. Πρώτον, η πληροφορία είναι βασικό χαρακτηριστικό των ζωντανών [[σύστημα|συστημάτων, με συντακτική και σημειωτική μορφή[5]. Στη θεωρητική βιολογία και την οικολογική κυβερνητική, η πληροφορία περιγράφεται μέσω μετρικών όπως η εντροπία Shannon. Στο τεχνικό επίπεδο, η πληροφορία μπορεί να ποσοτικοποιηθεί μέσω μετρικών εντροπίας, θεωρίας κωδικοποίησης και πολυπλοκότητας, επιτρέποντας την αποτίμηση της οργανωσιακής συνοχής και της ικανότητας συστημάτων να αποθηκεύουν, να μεταδίδουν και να μετασχηματίζουν σήματα εντός βιολογικών και οικολογικών πλαισίων.

Δεύτερον, η πληροφορία αλληλεπιδρά με ενεργειακές διεργασίες και υλικούς κύκλους για δομή και λειτουργία[6]. Αυτή η αλληλεπίδραση γίνεται εμφανής στην ενσωμάτωση θερμοδυναμικών περιορισμών στη διαμόρφωση οικοσυστημάτων, όπου η κατανομή πόρων, οι ενεργειακοί βαθμοί ελευθερίας και οι βιογεωχημικές ροές καθορίζουν τα πρότυπα πρωτογενούς παραγωγικότητας, τροφικών επιπέδων και λειτουργικής ποικιλότητας. Η πληροφορία λειτουργεί ως διαμεσολαβητής που κατευθύνει τις ενεργειακές ροές, καθιστώντας δυνατή την αναδυόμενη οργάνωση.

Τρίτον, η επεξεργασία πληροφορίας απαιτεί ενέργεια και υλικά, περιοριζόμενη από θερμοδυναμικούς νόμους[7]. Σε βιολογικούς και οικολογικούς όρους, αυτή η αρχή αντανακλά τις σχέσεις μεταξύ μεταβολικού κόστους, υπολογιστικής ικανότητας και βιοενεργειακής αποδοτικότητας. Η θεώρηση των οργανισμών και των οικοσυστημάτων ως συστημάτων υπολογισμού με υλικό υπόστρωμα επιτρέπει τη διατύπωση μοντέλων που συσχετίζουν τη χρήση ενέργειας με τις ικανότητες αντίληψης, προσαρμογής και λήψης αποφάσεων.

Τέταρτον, επιτρέπει μέτρηση περιβάλλοντος και κατάστασης [8]. Η ικανότητα αυτή συνδέεται με αισθητηριακούς, μοριακούς και συμπεριφορικούς μηχανισμούς, οι οποίοι επιτρέπουν στα οικολογικά συστήματα να παράγουν πληροφοριακές αναπαραστάσεις των περιβαλλοντικών συνθηκών. Σε επίπεδο κοινοτήτων και οικοσυστημάτων, η μέτρηση εκδηλώνεται ως συλλογική αντίδραση σε διαταραχές, μέσω μηχανισμών ανατροφοδότησης και πληθυσμιακής δυναμικής που προσφέρουν λειτουργική «αντιληπτικότητα» στο σύστημα.

Πέμπτον, τα συστήματα επεξεργασίας συνδέονται σε κλίμακες οργάνωσης[9]. Οι διαβαθμίσεις αυτές εκτείνονται από μοριακούς αισθητήρες και κυτταρικά δίκτυα μέχρι συμπεριφορές, πληθυσμιακές δομές και οικοσυστημικές ροές. Η δικτυακή διασύνδεση μεταξύ κλιμάκων δημιουργεί ιεραρχικές μορφές οργάνωσης, όπου η πληροφορία και η ενέργεια μεταφέρονται με μη γραμμικό τρόπο, παράγοντας αναδυόμενες ιδιότητες που δεν μπορούν να προβλεφθούν από την απλή ανάλυση των υποσυστημάτων.

Αυτές οι αρχές ενοποιούν την οικολογία, δείχνοντας πώς τα οικοσυστήματα αυτοοργανώνονται υπό περιορισμούς. Η αυτοοργάνωση προκύπτει από την αλληλεπίδραση τοπικών κανόνων, ενεργειακών και υλικών ορίων, καθώς και από τη μεταφορά πληροφορίας μέσα σε πολύπλοκα δίκτυα. Με αυτόν τον τρόπο, η οικολογία μπορεί να οριστεί ως η μελέτη συστημάτων όπου η ροή της ενέργειας, η κυκλοφορία των υλικών και η επεξεργασία της πληροφορίας συνδιαμορφώνουν σταθερές καταστάσεις, μεταβάσεις και δυναμικές προσαρμογής.

Τάσεις στην οικολογική έρευνα

Από το 1981 έως το 2010, η οικολογική έρευνα καταδεικνύει μια σαφή και επίμονη μεθοδολογική και θεματική κατεύθυνση, με την πλειονότητα των μελετών να επικεντρώνεται σε μεμονωμένα είδη (70%)[10]. Η υπερέμφαση αυτή σχετίζεται τόσο με τη μακρόχρονη παράδοση της πληθυσμιακής οικολογίας όσο και με τη μεθοδολογική ευκολία απομόνωσης των παραμέτρων που διέπουν τη δυναμική ενός είδους. Επιπλέον, η προσέγγιση αυτή συνεχίζει να τροφοδοτεί θεωρητικά μοντέλα, όπως τα μοντέλα ανάπτυξης πληθυσμών και οι αναλύσεις βιωσιμότητας, τα οποία απαιτούν υψηλή ανάλυση δεδομένων για ένα μόνο taxon. Παρότι οι μελέτες σε επίπεδο είδους εξακολουθούν να κυριαρχούν, καταγράφεται σταδιακή αύξηση της έρευνας που αφορά οικολογικές κοινότητες (17%) και οικοσυστήματα (25%), στοιχείο που αντικατοπτρίζει την εντεινόμενη ανάγκη κατανόησης πολύπλοκων πολυεπίπεδων αλληλεπιδράσεων[11].

Η αύξηση της έρευνας για κοινότητες μέσα στο εξεταζόμενο διάστημα προκύπτει ως αποτέλεσμα της στροφής προς ολιστικές προσεγγίσεις, στις οποίες εξετάζονται ταυτόχρονα τροφικά δίκτυα, συναγωνισμός, αμοιβαιότητες και λειτουργική ποικιλότητα. Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει επίσης την αναγνώριση ότι η πρόβλεψη οικολογικών αποκρίσεων σε διαταραχές απαιτεί κατανόηση πέρα από το επίπεδο του είδους [12].

Σε θεματικό επίπεδο, η περίοδος 1981–2010 χαρακτηρίζεται από σημαντική αύξηση ερευνητικής δραστηριότητας σε πεδία που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και τη βιοποικιλότητα, δύο θεματικές που συγκροτούν πλέον πυρήνα της σύγχρονης οικολογικής ανάλυσης [13]. Η άνοδος αυτή συνδέεται τόσο με την επιστημονική αναγνώριση των παγκόσμιων κλιματικών μεταβολών όσο και με την ανάγκη μοντελοποίησης των επιπτώσεών τους σε είδη, κοινότητες και οικοσυστήματα. Ταυτόχρονα, η μείωση της έρευνας που αφορά φυσιολογικές διεργασίες αντανακλά εν μέρει τη μετατόπιση της οικολογίας από εστίαση σε μηχανιστικά, οργανισμοκεντρικά ερωτήματα προς μακροοικολογικές και διαχειριστικές προοπτικές [14].

Σε επίπεδο μεθοδολογίας, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από κυριαρχία των παρατηρησιακών μελετών (59%), οι οποίες συνεχίζουν να αποτελούν τον βασικό κορμό της οικολογικής έρευνας λόγω της δυνατότητάς τους να αποτυπώνουν πραγματικές δυναμικές πεδίου και μεγάλες χρονικές κλίμακες [15]. Ωστόσο, η σημαντική παρουσία πειραματικών προσεγγίσεων (28%) υποδηλώνει αυξανόμενη αναγνώριση της ανάγκης για αιτιοκρατικές ερμηνείες, ενώ τα μαθηματικά και υπολογιστικά μοντέλα (12%) αποτυπώνουν την ανάπτυξη της θεωρητικής οικολογίας και τη διείσδυση των αναλυτικών τεχνικών σε προβλήματα όπως οι μεταβολές πληθυσμών, η εξάπλωση ειδών και η δυναμική διαταραχών [16].

Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η άνοδος της εφαρμοσμένης οικολογικής έρευνας, η οποία αυξάνεται από 9% σε 21% κατά την ίδια περίοδο [17]. Η αύξηση αυτή αντικατοπτρίζει μια βαθιά μετατόπιση στις κοινωνικές και επιστημονικές προτεραιότητες: η απώλεια βιοποικιλότητας, η αποσύνδεση ενδιαιτημάτων, η υποβάθμιση υδάτινων πόρων και η ανάγκη για βιώσιμες χρήσεις γης αναδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη παραγωγής επιστημονικών δεδομένων με σαφή διαχειριστική αξία. Έτσι, η εφαρμοσμένη οικολογία επεκτείνεται σε θέματα όπως η αποκατάσταση οικοτόπων, η παρακολούθηση ειδών υπό πίεση, η μοντελοποίηση περιβαλλοντικών κινδύνων και η αξιολόγηση οικοσυστημικών υπηρεσιών.

Τέλος, οι καταγεγραμμένες τάσεις της περιόδου δεν συνιστούν μια απότομη ή επαναστατική μεταβολή· αντιθέτως, υποδηλώνουν σταθερές, βαθμιαίες αλλαγές που αναδύονται από την εσωτερική δυναμική της επιστήμης και την αλληλεπίδρασή της με κοινωνικοπεριβαλλοντικά ζητήματα [18]. Αυτή η σταδιακή μετατόπιση υπογραμμίζει την προσαρμοστικότητα της οικολογίας ως επιστήμης, η οποία εξελίσσεται ανταποκρινόμενη σε νέες προκλήσεις, ενώ παράλληλα διατηρεί μεθοδολογική συνέχεια και θεωρητικά θεμέλια.

Πίνακας: Τάσεις οικολογικής έρευνας

Θεματική Κατηγορία Ποσοστό 1980s (%) Ποσοστό 2000s (%) Σημασία Αλλαγής
Κλιματική Αλλαγή 0 5 Σημαντική Αύξηση
Βιοποικιλότητα 2 10 Σημαντική Αύξηση
Φυσιολογία 20 10 Μείωση
Γενετική 5 15 Αύξηση

Ανθρώπινη επίδραση στη βιοποικιλότητα

Οι ανθρώπινες δραστηριότητες αποτελούν κύριο παράγοντα μείωσης της βιοποικιλότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσα από διαδικασίες όπως η υπεραλίευση, το κυνήγι, η αποψίλωση δασών και η καταστροφή φυσικών ενδιαιτημάτων, πολλοί οργανισμοί αντιμετωπίζουν μειώσεις πληθυσμών ή και τοπικές εξαφανίσεις [19]. Η αστικοποίηση συνεισφέρει σημαντικά στη θρυμματοποίηση ενδιαιτημάτων, δημιουργώντας απομονωμένους βιότοπους (habitat fragments) που περιορίζουν τη διασπορά ειδών, μειώνουν την γενετική ποικιλότητα και ενισχύουν τις τοπικές πιέσεις από θηρευτές ή ανταγωνιστές [20].

Παρά τις πιέσεις, ορισμένα είδη εμφανίζουν αξιοσημείωτες συμπεριφορικές και γενετικές προσαρμογές που αυξάνουν τις πιθανότητες επιβίωσης σε ανθρωπογενώς διαμορφωμένα περιβάλλοντα. Για παράδειγμα, πολλά αστικά πουλιά τροποποιούν τα τραγούδια τους ώστε να ξεπερνούν τον αστικό θόρυβο, επιτρέποντας τη διατήρηση επικοινωνίας και ζευγαρώματος [21]. Οι σπουργίτες, ειδικότερα, έχουν παρατηρηθεί να αυξάνουν τις υψηλές συχνότητες τραγουδιού, προσαρμογή που μειώνει την παρεμβολή από τον θόρυβο της πόλης [22].

Σε επίπεδο γενετικής, παρατηρούνται αλλαγές που σχετίζονται με αυξημένη ανοχή σε περιβαλλοντικό στρες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μαύροι κοτσύφοι (Turdus merula), των οποίων οι αστικοί πληθυσμοί εμφανίζουν γενετικές παραλλαγές που σχετίζονται με ανθεκτικότητα σε περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως θόρυβος, θερμοκρασία και περιορισμένη τροφή [23]. Τέτοιες προσαρμογές υποδεικνύουν ότι, παρά την απώλεια φυσικών ενδιαιτημάτων, ορισμένα είδη μπορούν να αναπτύξουν στρατηγικές επιβίωσης σε ανθρωπογενή περιβάλλοντα.

Η παρατήρηση αυτών των συμπεριφορικών και γενετικών προσαρμογών παρέχει σημαντικά clues για τη διατήρηση και την αστική οικολογία. Σχεδιαστικές πρακτικές όπως οι πράσινες στέγες, τα αστικά πάρκα με φυτοκάλυψη και οι συνδεδεμένοι πράσινοι διάδρομοι μπορούν να προσφέρουν κατάλληλους μικροβιότοπους, μειώνοντας τη θρυμματοποίηση και ενισχύοντας την επιβίωση προσαρμοσμένων ειδών [24]. Επιπλέον, η κατανόηση των μηχανισμών προσαρμογής μπορεί να καθοδηγήσει στρατηγικές διαχείρισης και επαναεισαγωγής ειδών, λαμβάνοντας υπόψη τις οικολογικές συνθήκες των αστικών περιοχών.

Συνολικά, ενώ οι ανθρώπινες δραστηριότητες αποτελούν σημαντική πίεση στη βιοποικιλότητα, οι μελέτες προσαρμογής υπογραμμίζουν ότι η οικολογία των αστικών και ημι-φυσικών περιοχών δεν είναι στατική. Η γνώση αυτών των δυναμικών μπορεί να ενισχύσει τις πρακτικές διατήρησης, βελτιώνοντας την ανθεκτικότητα οικοσυστημάτων και προωθώντας βιώσιμες λύσεις σε περιβάλλοντα με έντονη ανθρώπινη παρουσία.

Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα οικοσυστήματα

Η κλιματική αλλαγή αποτελεί παγκόσμια οικολογική πρόκληση, επηρεάζοντας τόσο τις φυσικές διαδικασίες όσο και την ανθρωπογενή δραστηριότητα. Οι αλλαγές στα καιρικά μοτίβα, όπως αυξημένες θερμοκρασίες, μεταβολές στη βροχόπτωση και συχνότερα ακραία φαινόμενα, έχουν άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις σε γεωργία, δάση, βιοποικιλότητα και θαλάσσια οικοσυστήματα[25].

Στον αγροτικό τομέα, οι αυξανόμενες θερμοκρασίες μειώνουν τις αποδόσεις βασικών καλλιεργειών. Συγκεκριμένα, για κάθε αύξηση 1°C, η παραγωγή ρυζιού μπορεί να μειωθεί κατά 4,6%[26], επηρεάζοντας την επισιτιστική ασφάλεια σε περιοχές με υψηλή εξάρτηση από αυτή την καλλιέργεια. Παράλληλα, η αλλαγή των εποχικών μοτίβων και η αυξημένη συχνότητα ξηρασιών απαιτούν προσαρμογή μέσω εισαγωγής ανθεκτικών ποικιλιών και τεχνικών γεωργίας ακριβείας, που μειώνουν την ευαισθησία της παραγωγής σε κλιματικά στρεσογόνους παράγοντες[27].

Στα δασικά οικοσυστήματα, η αύξηση της θερμοκρασίας και η μείωση της υγρασίας αυξάνουν την συχνότητα και ένταση ξηρασιών και πυρκαγιών, επηρεάζοντας περίπου 1,6 δισεκατομμύρια ανθρώπους που εξαρτώνται από δασικές υπηρεσίες οικοσυστήματος, όπως ξυλεία, τροφή και νερό[28]. Οι μεταβολές αυτές οδηγούν σε αλλαγές στη δομή και σύνθεση των δασών, με ενδεχόμενη υποβάθμιση της δασικής βιοποικιλότητας, και ενισχύουν τον κίνδυνο εισβολής ξενικών ειδών.

Η βιοποικιλότητα, γενικά, επηρεάζεται τόσο από τις μετατοπίσεις των γεωγραφικών εμβέλειων των ειδών όσο και από αυξημένο κίνδυνο εξαφάνισης. Πολλά είδη μετακινούνται προς υψηλότερα γεωγραφικά πλάτη ή υψόμετρα, αναζητώντας κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας, ενώ άλλα αντιμετωπίζουν περιορισμό χώρου και κατά συνέπεια αυξημένη πιθανότητα εξαφάνισης[29].

Τα θαλάσσια οικοσυστήματα βιώνουν παρόμοιες πιέσεις, με φαινόμενα «τροπικοποίησης», όπου είδη τροπικών περιοχών εξαπλώνονται σε υποτροπικές ή εύκρατες ζώνες λόγω ανόδου της θερμοκρασίας της θάλασσας [30]. Αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν τις τροφικές αλυσίδες, την παραγωγικότητα των ιχθυοαποθεμάτων και τη δομή των κοραλλιογενών υφάλων, με άμεσες συνέπειες για τη βιοποικιλότητα και τις οικονομίες που εξαρτώνται από τα θαλάσσια οικοσυστήματα.

Η προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής απαιτεί πολυεπίπεδη στρατηγική, συνδυάζοντας τεχνολογικές, βιολογικές και πολιτικές λύσεις. Στον αγροτικό τομέα, η χρήση ανθεκτικών ποικιλιών, η εφαρμογή πρακτικών διαχείρισης νερού και εδάφους, και η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών μπορούν να μετριάσουν τις απώλειες. Στα δασικά και θαλάσσια οικοσυστήματα, η ενίσχυση των προστατευόμενων περιοχών, η παρακολούθηση της βιοποικιλότητας και η ενσωμάτωση επιστημονικών δεδομένων σε πολιτικές διαχείρισης αποτελούν κρίσιμα εργαλεία[31].

Συνολικά, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει συστηματικά τη δομή, λειτουργία και υπηρεσίες των οικοσυστημάτων. Η κατανόηση των μηχανισμών επιρροής και των δυνατοτήτων προσαρμογής είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη βιώσιμων στρατηγικών διαχείρισης, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και τη διασφάλιση της επισιτιστικής και περιβαλλοντικής ασφάλειας.

Παραπομπές σημειώσεις

  1. Η θεωρία των μεταπληθυσμών (Metapopulation Theory) μελετά ένα σύνολο από μικρότερους, τοπικούς πληθυσμούς ενός είδους που ζουν σε διακεκομμένα/κατακερματισμένα ενδιαιτήματα, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με τη μετανάστευση (αποικισμό), εστιάζοντας στη δυναμική της «μετα-κοινότητας» και την ισορροπία μεταξύ τοπικών εξαφανίσεων (θάνατοι) και αποικισμού (ζωή), κρίσιμη για την επιβίωση του είδους.
  2. Η Υπολογιστική Οικολογία (Computational Ecology) είναι ένας διεπιστημονικός τομέας που χρησιμοποιεί μαθηματικά μοντέλα, στατιστικές αναλύσεις και υπολογιστικές προσομοιώσεις για να κατανοήσει, να προβλέψει και να διαχειριστεί οικολογικά συστήματα, μελετώντας τη δυναμική των πληθυσμών, τις αλληλεπιδράσεις ειδών, την εξάπλωση ασθένειών και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε οικοσυστήματα, συνδυάζοντας Βιολογία, Μαθηματικά, Πληροφορική και Στατιστική.
  3. O’Connor et al. 2019, 2.
  4. Czech 2007, 316.
  5. O’Connor et al. 2019, 2.
  6. O’Connor et al. 2019, 3.
  7. O’Connor et al. 2019, 3.
  8. O’Connor et al. 2019, 3.
  9. O’Connor et al. 2019, 3.
  10. Carmel et al. 2013, 5.
  11. Carmel et al. 2013, 5.
  12. Carmel et al. 2013, 5.
  13. Carmel et al. 2013, 6.
  14. Carmel et al. 2013, 6.
  15. Carmel et al. 2013, 7.
  16. Carmel et al. 2013, 7.
  17. Carmel et al. 2013, 7.
  18. Carmel et al. 2013, 8.
  19. Czech 2007, 316.
  20. Czech 2007, 318.
  21. Czech 2007, 317.
  22. Czech 2007, 317.
  23. Czech 2007, 317.
  24. Czech 2007, 316.
  25. Abbass et al. 2022, 1.
  26. Abbass et al. 2022, 6.
  27. Abbass et al. 2022, 10.
  28. Abbass et al. 2022, 10.
  29. Abbass et al. 2022, 8.
  30. Abbass et al. 2022, 8.
  31. Abbass et al. 2022, 10.