Βιόσφαιρα
Η βιόσφαιρα ως έννοια εισήχθη από τον γεωλόγο Eduard Suess το 1875 για να περιγράψει το σύνολο των ζωντανών οργανισμών και των αλληλεπιδράσεών τους με τα φυσικά συστήματα της Γης. Η θεωρητική αυτή σύλληψη επεκτάθηκε σημαντικά κατά τον 20ό αιώνα, ιδίως με την ανάπτυξη της συστημικής οικολογίας και της βιογεωχημείας, ενώ απέκτησε εφαρμοσμένη διάσταση μέσω του Προγράμματος «Άνθρωπος και Βιόσφαιρα» (MAB) της UNESCO, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1971 με στόχο τη γεφύρωση φυσικών και κοινωνικών επιστημών. Το πρόγραμμα αυτό συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου πλαισίου για την αειφορική διαχείριση των οικοσυστημάτων και την κατανόηση των πολύπλοκων σχέσεων ανθρώπου–περιβάλλοντος, ιδιαίτερα σε μια περίοδο κατά την οποία η βιόσφαιρα υφίσταται αυξανόμενες πιέσεις από ανθρώπινες δραστηριότητες[1].
Στο σύγχρονο πλαίσιο της παγκόσμιας περιβαλλοντικής αλλαγής, η βιόσφαιρα αντιμετωπίζει αλληλένδετες κρίσεις —με κυριότερες την κλιματική αλλαγή, την απώλεια βιοποικιλότητας, την επιτάχυνση της ερημοποίησης και την αποσταθεροποίηση των βιογεωχημικών κύκλων. Οι προκλήσεις αυτές απαιτούν διεπιστημονικές, ολιστικές προσεγγίσεις, ικανές να συνδυάσουν οικολογικά δεδομένα, κοινωνιοοικονομικές αναλύσεις, τεχνολογικές καινοτομίες και πολιτικές διακυβέρνησης πολλαπλών επιπέδων. Στο πλαίσιο αυτό, τα Αποθέματα Βιόσφαιρας διαδραματίζουν κομβικό ρόλο.
Το Παγκόσμιο Δίκτυο Αποθεμάτων Βιόσφαιρας (World Network of Biosphere Reserves – WNBR) αριθμεί σήμερα 738 περιοχές σε 134 χώρες και καλύπτει περίπου το 5% της χερσαίας επιφάνειας του πλανήτη. Τα Αποθέματα Βιόσφαιρας λειτουργούν ως «ζωντανά εργαστήρια» για τη δοκιμή καινοτόμων πρακτικών αειφορικής ανάπτυξης, ενσωματώνοντας ταυτόχρονα στόχους διατήρησης της φύσης, κοινωνικοοικονομικής προόδου και επιστημονικής έρευνας. Ως πολυλειτουργικοί χώροι, αποτελούν πεδία πειραματισμού για τη συνύπαρξη ανθρώπινων κοινοτήτων και φυσικών οικοσυστημάτων, μέσω μοντέλων διαχείρισης που προάγουν την οικολογική ισορροπία, την τοπική συμμετοχή και την ανθεκτικότητα των κοινωνo-οικολογικών συστημάτων[2].
Παραπομπές
Η τριπλή αποστολή των Αποθεμάτων Βιόσφαιρας —διατήρηση, ανάπτυξη και υποστήριξη έρευνας— υλοποιείται μέσα από πιλοτικές δράσεις που περιλαμβάνουν τη μελέτη οικολογικών διαδικασιών, την εφαρμογή βιώσιμων πρακτικών διαχείρισης πόρων, καθώς και την προώθηση εκπαιδευτικών και συμμετοχικών προγραμμάτων. Μέσω αυτών, τα αποθέματα μετατρέπονται σε πρότυπα συνεργασίας μεταξύ επιστημόνων, τοπικών κοινοτήτων και φορέων χάραξης πολιτικής, συμβάλλοντας στη διευκόλυνση του διαλόγου μεταξύ επιστημονικής γνώσης και κοινωνικών αναγκών [1].
- ↑ Hedden-Dunkhorst and Schmitt 2020, 3.