Ντολμέν

Από archaeology
Πήδηση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Ντολμέν Poulnabrone, Κομητεία Clare, Ιρλανδία

Τα ντολμέν (dolmen) αποτελούν εμβληματικά μνημεία της προϊστορίας και συνδέονται στενά με τις περιόδους της νεολιθικής και χαλκολιθικής εποχής σε ποικίλες περιοχές του κόσμου, όπως η Ευρώπη, ο Λεβάντες και η Ιβηρική Χερσόνησος. Πρόκειται για μεγαλιθικές κατασκευές, συνήθως αποτελούμενες από μεγάλους ακατέργαστους λίθους που τοποθετούνται όρθιοι και καλύπτονται από έναν οριζόντιο λίθο-«στέγη». Ο βασικός τους ρόλος ήταν η λειτουργία ως ταφικοί θάλαμοι, προορισμένοι κυρίως για συλλογικές ταφές. Η ύπαρξή τους υποδηλώνει όχι μόνο προχωρημένη γνώση μηχανικής και μεθόδων κατασκευής, αλλά επίσης την παρουσία οργανωμένων κοινωνικών δομών που μπορούσαν να υποστηρίξουν τη μεταφορά, την ανύψωση και τη συναρμολόγηση λίθων μεγάλου βάρους [1].

Έρευνες έχουν δείξει ότι τα ντολμέν δεν συνδέονται με έναν ενιαίο πολιτισμό. Αντίθετα, κατασκευάστηκαν από ποικίλες κοινότητες, από κινητικούς νομάδες βοσκούς έως πιο μόνιμες αγροτικές ομάδες. Ως αποτέλεσμα, τα μνημεία αυτά αποτελούν πολύτιμες πηγές πληροφοριών για την κοινωνική οργάνωση, την οικονομία και τις θρησκευτικές αντιλήψεις των προϊστορικών πληθυσμών, καθώς συχνά συνοδεύονται από ταφικά κτερίσματα και ενδείξεις τελετουργικών πρακτικών.

Ιστορική σημασία και γεωγραφική διάδοση

Τα ντολμέν αποτελούν μέρος του ευρύτερου μεγαλιθικού φαινομένου, ενός πολιτισμικού ρεύματος που εκτείνεται χωρικά από την Ιρλανδία έως την Κορέα και χρονολογικά καλύπτει μεγάλα τμήματα της 4ης και 3ης χιλιετίας ΠΚΕ. Στην περιοχή του Λεβάντε, η παρουσία τους είναι πιο περιορισμένη γεωγραφικά, συγκεντρωμένη κυρίως στη Συρία, την Ιορδανία και το Ισραήλ, με το Γκολάν να παρουσιάζει εντυπωσιακή πυκνότητα, ξεπερνώντας τα 5.200 καταγεγραμμένα μνημεία[2].

Στην Ευρώπη, τα πρώτα ντολμέν εμφανίζονται γύρω στο 4.500 ΠΚΕ κατά μήκος της Ατλαντικής ακτής, σε περιοχές που συνδέονται με πρώιμες αγροτικές κοινότητες [3]. Εκεί εξελίσσονται σε ποικίλες μορφές, από απλές διθάλαμες κατασκευές έως πιο σύνθετα ταφικά συγκροτήματα με διάδρομους. Στην Ιβηρική Χερσόνησο, παραδείγματα όπως το σύμπλεγμα του El Pozuelo αποδεικνύουν μια εντυπωσιακή αρχιτεκτονική εξέλιξη, από απλούς μονόχωρους ταφικούς χώρους προς πολυθάλαμες και πιο περίτεχνες δομές, που χρονολογούνται μεταξύ του 3970–1980 ΠΚΕ[4]. Η ιστορική σημασία των ντολμέν έγκειται στο ότι αντικατοπτρίζουν βαθιές κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές. Η εμφάνισή τους συνδέεται με τη μετάβαση από νομαδικούς τρόπους ζωής σε πιο σταθερές, μόνιμες κοινότητες, καθώς και με τη συγκρότηση ιεραρχιών που δεν βασίζονταν σε αστικά κέντρα αλλά σε τοπικούς μη-αστικούς σχηματισμούς εξουσίας και συνεργασίας[5]. Ως εκ τούτου, αποτελούν κομβικά στοιχεία για την κατανόηση της κοινωνικής διαφοροποίησης και της συλλογικής ταυτότητας κατά την προϊστορική περίοδο.

Κατασκευή και αρχιτεκτονική

Ντολμέν στην Amadalavalasa, Άντρα Πραντές, Ινδία

Η κατασκευή των ντολμέν απαιτούσε υψηλό επίπεδο τεχνικής κατάρτισης και οργανωμένης εργασίας, καθώς η ανύψωση, μεταφορά και τοποθέτηση μεγάλων λίθων προϋπέθετε εξειδικευμένες γνώσεις μηχανικής και κατανόηση των φυσικών ιδιοτήτων των υλικών. Στο συγκρότημα Menga της Ισπανίας, οι θεμελιώδεις λίθοι, βάρους που φτάνει έως και τους 150 τόνους, προέρχονται από λατομεία που βρίσκονται περίπου 850 μ. μακριά. Οι λίθοι αυτοί προέρχονται από ασβεστολιθικά ιζήματα της Tortonian περιόδου , με πορώδες που κυμαίνεται μεταξύ 13–30%, χαρακτηριστικό που επηρέαζε τόσο την εξόρυξη όσο και τη μεταφορά. Η μετακίνηση των ογκολίθων πραγματοποιήθηκε σε πλαγιές με κλίση 22°, γεγονός που μαρτυρά την ικανότητα των κατασκευαστών να διαχειρίζονται την κινητικότητα λίθων τέτοιου μεγέθους μέσα σε απαιτητικό τοπογραφικό ανάγλυφο[6].

Κατά την κατασκευή του μνημείου χρησιμοποιήθηκαν τέσσερεις τύποι λίθων, επιλεγμένοι βάσει των μηχανικών τους ιδιοτήτων. Πολλοί από αυτούς εμφάνιζαν τεκτονικές ρωγμές, οι οποίες διευκόλυναν την εξόρυξη, επιτρέποντας στους κατασκευαστές να αποκολλούν μεγάλα τμήματα πετρώματος με μεγαλύτερη ακρίβεια και μικρότερη δαπάνη εργασίας[7].

Στην περιοχή Shamir του Ισραήλ, το ντολμέν 3 αποτελεί μία από τις πιο εντυπωσιακές κατασκευές στη Μέση Ανατολή, με διάμετρο περίπου 20 μ. και ογκώδες καπάκι βάρους 50 τόνων. Το μνημείο περιλαμβάνει επίσης υποθαλάμους και φαίνεται να έχει ανεγερθεί σε δύο διακριτές φάσεις, πάνω σε επιφάνεια βασαλτικής ροής, στοιχείο που μαρτυρά την προσαρμοστικότητα των κατασκευαστών στο τοπικό γεωλογικό περιβάλλον[8].

Στο Oberbipp της Ελβετίας, η κατασκευή, που χρονολογείται στην 4η χιλιετία ΠΚΕ, πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ακανόνιστων ογκόλιθων, οι οποίοι στηρίχθηκαν και καλύφθηκαν από ιζήματα για προστασία. Η επιλογή των υλικών και η τεχνική τοποθέτησής τους αντικατοπτρίζουν τη γνώση της στατικότητας και των ιδιοτήτων του εδάφους[9].

Η αρχιτεκτονική των ντολμέν συνήθως περιλαμβάνει ορθοστάτες, καπάκια, πλευρικούς θαλάμους και τύμβους που καλύπτουν την υπέργεια δομή. Σε ορισμένες περιπτώσεις προστίθενται διακοσμητικά και τελετουργικά στοιχεία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι χαράξεις στο Shamir: 14 τοξοειδή σχήματα χαραγμένα με χρήση σμίλης, τα οποία πιθανώς είχαν συμβολικό, κοσμολογικό ή ταφικό χαρακτήρα [10].

Χρήση και ταφικές πρακτικές

Τα ντολμέν λειτουργούσαν κυρίως ως συλλογικοί ταφικοί χώροι, αντανακλώντας πρακτικές όπου οι νεκροί τοποθετούνταν ή επανατοποθετούνταν σε κοινό θάλαμο, συχνά με πολλαπλές φάσεις χρήσης. Στο Oberbipp εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα 42 ατόμων όλων των ηλικιών και φύλων, γεγονός που επιβεβαιώνει τη συλλογική χρήση του μνημείου. Η ανάλυση των γενετικών δεδομένων αποκάλυψε στοιχεία όπως δυσανεξία στη λακτόζη και μίξη πληθυσμών Ανατολικών αγροτών και Δυτικών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, υποδηλώνοντας ότι η κοινωνία ακολουθούσε κανόνες συγγένειας (virilocal / patrilocal) σύμφωνα με τους οποίους μετά τον γάμο, το ζευγάρι εγκαθίσταται στην κοινότητα ή στο σπίτι της οικογένειας του άνδρα, στους οποίους η καταγωγή μετρούσε από την πατρική γραμμή [11].

Στο Shamir, οι ταφές ήταν κυρίως δευτερογενείς, δηλαδή οι σκελετοί τοποθετούνταν στο ντολμέν μετά την αρχική αποσύνθεση των σωμάτων αλλού. Τα ευρήματα περιλάμβαναν κεραμεικά και μεταλλικά τέχνεργα της περιόδου IB, γεγονός που υποδηλώνει ευρεία κοινωνική διασύνδεση και πιθανώς τελετουργική σημασία της τοποθεσίας[12].

Στο El Pozuelo της Ιβηρικής Χερσονήσου παρατηρείται μακρά διάρκεια χρήσης των μνημείων, από τη νεολιθική έως τη χαλκολιθική περίοδο. Τα ντολμέν επαναδιαμορφώθηκαν πολλές φορές, μετατρεπόμενα σε βωμούς, περίβολους ή σύνθετες τελετουργικές εγκαταστάσεις, γεγονός που αποκαλύπτει τον μεταβαλλόμενο συμβολικό και κοινωνικό τους ρόλο μέσα στον χρόνο[13].

Οι παθολογικές ενδείξεις από σκελετικό υλικό δείχνουν ότι τα άτομα λάμβαναν φροντίδα κατά τη διάρκεια της ζωής τους, υποδηλώνοντας κοινωνικά συστήματα αλληλοβοήθειας. Παράλληλα, η ανάλυση γενετικών δεδομένων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα υποστηρίζει ότι η εξάπλωση της πρακτικής της κατασκευής ντολμέν ξεκίνησε από την περιοχή της Βρετάνης, προσφέροντας σημαντική κατανόηση για τη διάδοση τεχνικών και ιδεών κατά την προϊστορική περίοδο[14].

Χρονολόγηση

Η χρονολόγηση των ντολμέν βασίζεται κυρίως σε αναλύσεις ραδιοάνθρακα, οι οποίες επιτρέπουν την ακριβή τοποθέτηση των κατασκευών σε χρονολογική ακολουθία και τη συσχέτισή τους με συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια. Στην Ιβηρική Χερσόνησο, τα πρώτα ντολμέν με απλούς θαλάμους χρονολογούνται μεταξύ του 3970–3760 ΠΚΕ, ενώ οι μεταγενέστερες και πιο σύνθετες μορφές με περίβολους τοποθετούνται μεταξύ του 2230–1940 ΠΚΕ[15].

Στο Menga της Ισπανίας, οι χρονολογήσεις συγκλίνουν γύρω στο 3800–3600 ΠΚΕ, επιβεβαιώνοντας την πρώιμη θέση του μνημείου στην εξέλιξη της μεγαλιθικής αρχιτεκτονικής[16]. Στην περιοχή του Shamir (Ισραήλ), το μεγάλο συγκρότημα ντολμέν αντιστοιχίζεται στην περίοδο IB, 2350–2000 ΠΚΕ, εντάσσοντάς το σε μια φάση έντονης τοπικής κοινωνικής και τεχνολογικής διαφοροποίησης[17].

Στο Oberbipp της Ελβετίας το ντολμέν τοποθετείται στα τέλη της 4ης χιλιετίας ΠΚΕ, με στοιχεία που μαρτυρούν δύο διακριτές φάσεις κατασκευής ή χρήσης[18]. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το φαινόμενο των ντολμέν ανάγεται έως περίπου το 4500 ΠΚΕ, αντανακλώντας την εξάπλωση μεγαλιθικών πρακτικών σχετικών με πρώιμες αγροτικές κοινότητες [19].

Κοινωνικές και πολιτιστικές επιπτώσεις

Τα ντολμέν φωτίζουν πτυχές της κοινωνικής δομής και των πολιτισμικών δυναμικών των προϊστορικών κοινοτήτων, υποδηλώνοντας ότι αυτές διέθεταν πιο περίπλοκες μορφές οργάνωσης από ό,τι προτείνουν παλαιότερα ερμηνευτικά μοντέλα. Στην περίπτωση του Shamir, η ανέγερση μεγάλων πολυθαλάμων κατασκευών προϋποθέτει επίπεδα οργάνωσης που υπερβαίνουν τις τυπικές νομαδικές δομές, αμφισβητώντας την παραδοσιακή άποψη περί «Σκοτεινών Χρόνων» στην περιοχή[20].

Στο Menga, τα αρχαιολογικά και γεωλογικά δεδομένα καταδεικνύουν την εφαρμογή προωθημένων μηχανικών πρακτικών, παρά το γεγονός ότι οι κατασκευαστές διέθεταν μόνο ξύλινα εργαλεία, γεγονός που υπογραμμίζει την τεχνολογική καινοτομία αλλά και τον συλλογικό χαρακτήρα της εργασίας[21]. Γενετικές μελέτες καταδεικνύουν μίξεις πληθυσμών, στοιχείο που υποδηλώνει κινητικότητα, αλληλεπιδράσεις και ενδεχομένως περίπλοκες κοινωνικές δομές [22].

Στην Ιβηρική, η χρήση και επαναχρησιμοποίηση των ντολμέν συνεχίζεται έως τη χαλκολιθική περίοδο, γεγονός που αναδεικνύει την κοινωνική τους αξία, καθώς και την προσαρμογή των αγροτικών κοινοτήτων σε κλιματικές μεταβολές της 3ης χιλιετίας ΠΚΕ[23].

Συνολικά, τα ντολμέν αποτελούν κρίσιμες ενδείξεις για την κατανόηση των σύνθετων προϊστορικών κοινωνιών, οι οποίες φαίνεται να διέθεταν εξελιγμένη τεχνολογία, οργανωμένες συλλογικές πρακτικές και δικτύωση σε περιφερειακό ή υπερτοπικό επίπεδο. Οι μελλοντικές έρευνες αναμένεται να φωτίσουν περαιτέρω τις πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις και τις κοινωνικές μεταβολές που συνδέονται με την εμφάνιση και εξέλιξη της μεγαλιθικής αρχιτεκτονικής[24].

Φωτοθήκη

Παραπομπές

  1. Sharon et al. 2017, 2
  2. Sharon et al. 2017, 3.
  3. Schulz Paulsson 2019, 1.
  4. Linares Catela et al. 2022, 1.
  5. Sharon et al. 2017, 16
  6. Lozano Rodríguez et al. 2023, 4
  7. Lozano Rodríguez et al. 2023, 8.
  8. Sharon et al. 2017, 5
  9. Fuchs et al. 2022, 1.
  10. Sharon et al. 2017, 13
  11. Fuchs et al. 2022, 1
  12. Sharon et al. 2017, 10.
  13. Linares Catela et al. 2022, 1.
  14. Schulz Paulsson 2019, 1.
  15. Linares Catela et al. 2022, 1.
  16. Lozano Rodríguez et al. 2023, 1
  17. Sharon et al. 2017, 12
  18. Fuchs et al. 2022, 1.
  19. Schulz Paulsson 2019, 1
  20. Sharon et al. 2017, 16.
  21. Lozano Rodríguez et al. 2023, 9.
  22. Fuchs et al. 2022, 1
  23. Linares Catela et al. 2022, 1.
  24. Sharon et al. 2017, 19.

Βιβλιογραφία

  • Fuchs, P., Hafner, A., Nilsson Stutz, L., Larsson, Å. M., Stutz, A. J., Szidat, S., Leuzinger, U., Schmaedecke, G., Wetzel, M., Ramstein, M., & Krause, J. (2022). The well-preserved Late Neolithic dolmen burial of Oberbipp, Switzerland. Construction, use, and post-depositional processes. Journal of Archaeological Science: Reports, 42, 103397. https://doi.org/10.1016/j.jasrep.2022.103397
  • Linares Catela, J. A., Donaire Romero, T., Morgado Rodríguez, A., & Abril Hernández, J. M. (2022). Radiocarbon Chronology of Dolmens in the Iberian Southwest: Architectural Sequence and Temporality in the El Pozuelo Megalithic Complex (Huelva, Spain). Radiocarbon, 64(4), 797-839. https://doi.org/10.1017/RDC.2022.63
  • Lozano Rodríguez, J. A., García Sanjuán, L., Álvarez-Valero, A. M., Jiménez-Espejo, F., Arrieta, J. M., Fraile-Nuez, E., Montero Artús, R., Cultrone, G., Muñoz-Carballeda, F. A., & Martínez-Sevilla, F. (2023). The provenance of the stones in the Menga dolmen reveals one of the greatest engineering feats of the Neolithic. Scientific Reports, 13, 21184. https://doi.org/10.1038/s41598-023-47423-y
  • Schulz Paulsson, B. (2019). Megalithic tombs in western and northern Neolithic Europe were linked to a kindred society. Proceedings of the National Academy of Sciences, 116(8), 3469-3474. https://doi.org/10.1073/pnas.1818037116
  • Sharon, G., Barash, A., Eisenberg-Degen, D., Grosman, L., Oron, M., & Berger, U. (2017). Monumental megalithic burial and rock art tell a new story about the Levant Intermediate Bronze “Dark Ages”. PLOS ONE, 12(3), e0172969. https://doi.org/10.1371/journal.pone.0172969