Ο όρος γεωαρχαιολογία περιγράφει την εφαρμογή των γεωεπιστημών για την επίλυση ερευνητικών προβλημάτων στην αρχαιολογία. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των επιστημών της γεωλογίας και της αρχαιολογίας χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η γεωλογία και η προϊστορική αρχαιολογία αναπτύχθηκαν ουσιαστικά παράλληλα. Στη γεωαρχαιολογία είναι σύνηθες να εξετάζεται κυρίως ένα υποσύνολο των γεωεπιστημών όπως η γεωμορφολογία, η ιζηματολογία και η αρχαιολογική στρωματογραφία[1]. Σύμφωνα με τον Renfrew (1976) «'εφόσον η αρχαιολογία ή τουλάχιστον η προϊστορική αρχαιολογία ανακτά σχεδόν όλα τα βασικά δεδομένα με ανασκαφή, κάθε αρχαιολογικό πρόβλημα ξεκινά ως πρόβλημα στη γεωαρχαιολογία»[2].
Οι απαρχές της επιστημονικής αρχαιολογίας τον 19ο αιώνα συνδέονται στενά με την παράλληλη ανάπτυξη της γεωλογίας. Η συγκεκριμένη διεπιστημονική προσέγγιση οφείλεται στον Τσαρλς Λάιελ, ο οποίος έγραψε το Principles of Geology (Αρχές της Γεωλογίας), 1830-33, που θεωρείται ευρέως ως ένα από τα θεμέλια της σύγχρονης γεωλογίας, αλλά και το The Geological Evidences of the Antiquity of Man (Γεωλογικές Μαρτυρίες της Αρχαιότητας του Ανθρώπου) το 1863[3].
Από όλες τις επιστημονικές εξελίξεις στην αρχαιολογία, η σημαντικότερη πιθανώς ήταν η ανάπτυξη τεχνικών τηλεπισκόπησης που σχεδιάστηκαν για τον εντοπισμό και τον εντοπισμό θαμμένων στοιχείων πριν από την ανασκαφή. Η αεροφωτογραφία παρείχε για πολλά χρόνια το βασικό στήριγμα της τηλεπισκόπησης που εφαρμόζεται στην αρχαιολογία[4], αλλά τα τελευταία χρόνια υπήρξε αυξανόμενη συνειδητοποίηση της πιθανής χρήσης δορυφορικών πολυφασματικών δεδομένων<ref>Shennan & Donoghue 1992, 223</ref>. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της τηλεπισκόπησης πραγματοποιείται στο έδαφος, χρησιμοποιώντας τεχνικές που αναπτύχθηκαν και τροποποιήθηκαν από τη γεωφυσική έρευνα. Σε αυτές περιλαμβάνονται τεχνικές ηλεκτροδιασκόπησης[5] και μαγνητομετρίας[6], όπως επίσης το γεωραντάρ, η μέθοδος ηχητικής διερεύνησης κ.ά.