Ο πολιτισμός -(culture) ενίοτε και (civilization) σε διαφορετικό εννοιολογικό πλαίσιο- είναι ένας από τους πλέον συνηθισμένους όρους στη σύγχρονη αρχαιολογία, που προήλθε από την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία. Οι εθνολόγοι Alfred Kroeber και Clyde Kluckhohn το 1952, σε μια προσπάθειά τους να καταγράψουν τα διαφορετικά νοήματα αυτής της λέξης κατέληξαν σε 164 διαφορετικές ερμηνείες. Ο ανθρωπολόγος E. B. Tylor έθεσε τις βάσεις ενός ορισμού στα τέλη του 19ου αι. (1871) καθορίζοντας τον πολιτισμό (culture) ως “σύνθετο σύνολο που περιλαμβάνει τη γνώση, την πίστη, την τέχνη, τον νόμο, τα ήθη και τα έθιμα και άλλες δεξιότητες που απέκτησε ο άνθρωπος ως μέλος κοινωνικής ομάδας”. Υπό μία γενική έννοια λοιπόν είναι μια κοινά αποδεκτή μορφή συμπεριφοράς που υιοθετείται από μια δεδομένη κοινωνία και που περιλαμβάνει διακριτά και πολύπλοκα συστήματα τεχνολογίας, κοινωνικής οργάνωσης, σκέψης, κοσμολογίας, και ιδεολογίας. Ο πολιτισμός συνδέει την ανθρώπινη κοινωνία με το περιβάλλον της και για τον Leslie White, που έγραψε στα τέλη του 1950, είναι ένα υπερσωματικό χρονικό συνεχές πραγμάτων και γεγονότων εξαρτώμενων από τη συμβολοποίηση, έναν μηχανισμό δηλαδή που εξασφαλίζει την ασφάλεια και τη διάρκεια ομάδων και ατόμων του ανθρώπινου είδους.
Στην καθαρά αρχαιολογική του έννοια, η ιδέα του πολιτισμού καθιερώθηκε στα τέλη του 1920 από τον Βηρ Γκόρντον Τσάιλντ, η μαρξιστική οπτική του οποίου αποτυπώθηκε ως εξής στην πρότασή του για τον ορισμό της έννοιας: “Ανακαλύπτουμε ότι ορισμένοι τύποι υπολειμμάτων -αγγεία, αναθήματα, ταφικές πρακτικές και τύποι κατοικιών- επανειλημμένα συνδέονται. Ένα τέτοιο σύμπλεγμα συσχετιζόμενων χαρακτηριστικών το ονομάζουμε πολιτισμική ομάδα ή απλά πολιτισμό. Υποθέτουμε ότι αυτό το σύμπλεγμα που ανακαλύψαμε είναι απλά η υλική έκφραση ενός λαού, όπως θα τον αποκαλούσαμε σήμερα”. Όπως είναι φυσικό, ο αρχαιολογικός πολιτισμός καθορίζεται από την ερμηνεία των αρχαιολόγων, παρά από τους ανθρώπους που συμμετείχαν δυναμικά στη διαμόρφωσή του.