Ως αρχαιολογία του φύλου εννοείται εκείνη η μέθοδος μελέτης κοινωνιών του παρελθόντος μέσω του υλικού πολιτισμού τους, που εξετάζει κριτικά την κοινωνική κατασκευή των ταυτοτήτων και των σχέσεων των φύλων. Το φύλο γίνεται συνήθως κατανοητό ως πολιτισμική ερμηνεία της σεξουαλικής διαφοράς και συνεπώς οι ιδιότητές του μπορεί να είναι αντικρουόμενες, μεταβλητές και σωρευτικές, εξαρτώμενες από προσωπικές και ιστορικές συνθήκες. Η σχετική αρχαιολογική μελέτη σε κοινωνίες του παρελθόντος είναι σχετικά νέα τάση στην αρχαιολογία και περιλαμβάνει διακριτές παραδόσεις στην πρακτική της που προέρχονται κυρίως από τη φεμινιστική θεωρία, η οποία αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '60[1].
Αντλώντας από τα σύγχρονα στερεότυπα φύλου, οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι υφίσταται μακροχρόνια πολιτισμική συνέχεια των ρόλων των φύλων, μια γραμμική εξέλιξη που συνδέεται εγγενώς με τις βιολογικές λειτουργίες γυναικών και ανδρών [2]. Η κατάρρευση, ωστόσο, αυτής της δυαδικής κατηγοριοποίησης υπήρξε επιβλητική για την αρχαιολογία. Ακόμη και δυαδική ταξινόμηση του βιολογικού φύλου μπορεί να αποδειχθεί προβληματική και γίνεται αντιληπτή ιστορικά σύμφωνα με ιατροθρησκευτικά μοντέλα φυσιολογίας[3].