Η ταφονομία είναι η μελέτη του τρόπου με τον οποίο αποσυντίθενται και απολιθώνονται οι οργανισμοί ή διατηρούνται στο παλαιοντολογικό αρχείο[1]. Ο όρος εισήχθη στην παλαιοντολογία το 1940[2] από τον παλαιοντολόγο Ivan Efremov για να περιγράψει τη μελέτη της μετάβασης υπολειμμάτων, τμημάτων ή προϊόντων οργανισμών από τη βιόσφαιρα στη λιθόσφαιρα[3][4]. Οι αρχαιολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο ταφονομία για να εξηγήσουν τις διαδικασίες που οδηγούν στη διατήρηση (συχνά απολιθώσεις) βιολογικών υπολειμμάτων[5].
Η ταφονομία μπορεί να μελετηθεί σε όλους τους τύπους οργανισμών, από πρώτιστα έως σύνθετους ευκαρυώτες -μικρόβια, φυτά, ασπόνδυλα και σπονδυλωτά. Αν και επικεντρώνεται συνήθως στα υπολείμματα υλικού του ίδιου του οργανισμού, μπορεί να περιλαμβάνει βιομόρια και ίχνη της δραστηριότητάς του. Πολύ λίγοι οργανισμοί διατηρούνται ως απολιθώματα, αλλά ορισμένα οργανικά υπολείμματα είναι σχετικά άφθονα, ενώ πολλά άλλα είναι σπάνια έως απόντα από το απολιθωματικό αρχείο[6].
Όντας η ταφονομία μελέτη της μετάβασης των ζωικών υπολειμμάτων από τη βιόσφαιρα στη λιθόσφαιρα[7]. ασχολείται ουσιαστικά με τις μεταθανάτιες σχέσεις μεταξύ των οργανικών καταλοίπων και του εξωτερικού τους περιβάλλοντος. Η ταφονομία περιλαμβάνει δύο επιμέρους κλάδους: τη βιοστρατονομία και τη διαγένεση. Η βιοστρατονομία διερευνά τις επιπτώσεις του περιβάλλοντος στα οργανικά υπολείμματα στο διάστημα μεταξύ του θανάτου του οργανισμού και της τελικής ταφής του. Οι διαγενετικές μελέτες μπορούν να αποκαλύψουν τις επιδράσεις μετά τον ενταφιασμό σε οργανικά υπολείμματα[8].
Ως παράγοντες θανάτου ορίζονται εκείνοι οι παράγοντες που περιβάλλουν τον θάνατο ενός οργανισμού και καθορίζουν εάν το σώμα του ενταχθεί στην ομάδα θανάτου. Ως παράγοντες θανάτου αναφέρονται η θνησιμότητα σε σχέση με την ηλικία, τα αίτια θανάτου και ο τόπος θανάτου. Συνήθεις αιτίες θανάτου είναι ασθένειες, τα ατυχήματα, οι δηλητηριάσεις, η πείνα, ή η θήρα όταν εμπλέκεται ο άνθρωπος στη θανάτωση με όπλα και παγίδες[9].