Ως αστική αρχαιολογία εννοείται η μελέτη της αρχαιολογίας σε πόλεις ή κωμοπόλεις. Ο βασικός ορισμός περιγράφει την πρακτική της αρχαιολογίας σε αστικούς τόπους, ιδιαίτερα τους «ζωντανούς» αστικούς χώρους (όχι πόλεις εγκαταλείφθηκαν στο παρελθόν). Η διάκριση της αστικής αρχαιολογίας από άλλους κλάδους της αρχαιολογίας είναι οι ιδιαίτερες προκλήσεις που θέτει η παραγωγή έργου σε τέτοια πλαίσια και συνήθως η απάντηση είναι η αρχαιολογική ανασκαφή και οι διαδικασίες συντήρησης και διατήρησης. Επομένως, οι θέσεις για ανασκαφή και τα μεγέθη της περιοχής αυτών των χώρων καθορίζονται από συγκεκριμένου φορείς ανάπτυξης. Ένας δεύτερος, ευρύτερος ορισμός, οριζει την αστική αρχαιολογία ως αρχαιολογική κατανόηση των αστικών χώρων και του αστικού βίου, ανεξάρτητα από την τοποθεσία ή την ημερομηνία τους[1].
Η αστική αρχαιολογία είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των ιστορικών νόμων διατήρησης που απαιτούν τη διερεύνηση χώρων μέσα σε πόλεις που είναι προγραμματισμένες για ανάπλαση, μέρη όπου η όποια νέα κατασκευή θα καταστρέψει τα απομεινάρια όσων υπήρχαν πριν[2]. Αυτό δε συμβαίνει πάντα, όμως. Για παράδειγμα, η πόλη St. Mary's, η πρωτεύουσα του Μέριλαντ του δέκατου έκτου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι εγκαταλελειμμένη πόλη, που έγινε ορατή από ένα μακροπρόθεσμο αρχαιολογικό πρόγραμμα που, μεταξύ άλλων, αποκάλυψε το μπαρόκ σχέδιό της, βάσει των σχεδιών στην Ευρώπη, όταν ιδρύθηκε το St. Mary's City[3].